5.000.000(;) λέξεις για χάσιμο

nickel

Administrator
Staff member
Θεωρώ σκόπιμο (αλλά και επίκαιρο, έστω και με καθυστέρηση μιας δεκαπενταετίας σχεδόν) να αντιγράψω εδώ την κριτική του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη για το βιβλίο της Τζιροπούλου Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον ευρωπαϊκό λόγο. Δεν υπάρχει πια ο τόπος www.philology.gr, όπου αρχικά αναρτήθηκε, και σε λίγες εβδομάδες θα κλείσουν και όλες οι σελίδες του geocities, από όπου το αντέγραψα εγώ. Μέσα από αυτή την βιβλιοκριτική-χαστούκι, δίνεται, θα έλεγε κανείς, μια συνολική απάντηση σε όλα τα ανυπόστατα που διαβάζουμε σε κείμενα, έντυπα και ψηφιακά, που βάζουν την εθνικιστική αποχαύνωση πάνω από την επιστήμη και τη σοβαρή έρευνα.


Θαλλώ 9, 1997, 243-251.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ
ΑΣΥΛΛΗΠΤΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον ευρωπαϊκό λόγο, 2 τόμοι, Αθήνα 1995 : Νέα θέσις, σσ. 588

Όταν έπεσε στα χέρια μου το παραπάνω βιβλίο της φιλολόγου καθηγήτριας κ. Άννας Τζιροπούλου-Ευσταθίου, ομολογώ ότι μου προκάλεσε θυμηδία, καθώς διαπίστωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι είναι γεμάτο από ανεύθυνους λογισμούς, παραλογισμούς και αντιεπιστημονικές θέσεις, οι οποίες δεν αξίζουν καν αντίκρουσης. Ο λόγος για τον οποίο έκρινα σκόπιμο να ασχοληθώ με το έργο αυτό είναι ότι το είδα να εκτίθεται σε ένα μεγάλο Διεθνές Συνέδριο για την Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας και Γραφής που έγινε τον Οκτώβριο του 1996 στη Γερμανία (Ohlstadt της Βαυαρίας) στο οποίο έλαβα μέρος ως εισηγητής. Αυτό σημαίνει ότι η συγγραφέας του βιβλίου και ο εκδοτικός οίκος που το διακινεί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι εκτίθενται ανεπανόρθωτα και συγχρόνως εκθέτουν και τη χώρα μας, αφού διερωτάται κανείς εύλογα πώς είναι δυνατόν να κυκλοφορεί στην Ελλάδα του 2000 ένα τέτοιο απαράδεκτο βιβλίο, το οποίο είναι διαποτισμένο από εθνικιστικές και ρατσιστικές ιδέες, διανθισμένες με κενολογίες και ρητορικό στόμφο. Αν η Ελληνική γλώσσα έχει τέτοιους υπερασπιστές και φίλους, διερωτώμαι τι τους χρειάζεται τους εχθρούς.

Σε μια εποχή που οι λαοί νιώθουν την ανάγκη να έρθει ο ένας πιο κοντά στον άλλο, ιδιαίτερα στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, σεβόμενοι τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους, γίνονται ακόμα πιο αισθητές οι παραφωνίες του απομονωτισμού. Στόχος του κρινόμενου εδώ βιβλίου είναι η χιμαιρική «επανελλήνισις της οικουμένης» (βλ. σ. 22), με σαφή συνυποδήλωση ότι οι άλλοι λαοί είναι «βάρβαροι» και χρειάζονται τον πολιτισμό και τα φώτα μας. Αυτή η «θεοποίηση» της Ελληνικής γλώσσας (βλ. στη σ. 32 την αναφορά στο «θεϊκό οικοδομικό υλικό» που είναι ο Λυκαβηττός!) και η συνειδητή υποβάθμιση όλων των άλλων γλωσσών, δεν οδηγεί παρά στην «περιθωριοποίηση» όσων σκέπτονται τόσο αλαζονικά για τη γλώσσα τους. Η ακόλουθη διατύπωση είναι ενδεικτική της νοοτροπίας που διακατέχει ολόκληρο το βιβλίο: «Η ελληνική παρέχει λέξεις υψηλών διανοημάτων και ενδύει λεκτικά τις αφηρημένες έννοιες. Επιγραμματικά: Είναι η γλώσσα του πολιτισμού» (σ. 23). Η ελληνική γλώσσα αναγνωρίζεται δικαίως από ξένους ερευνητές, αλλά και από το ευρύτερο μορφωμένο κοινό, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ως μια από τις σημαντικότερες πολιτισμικές γλώσσες. Ο ισχυρισμός όμως ότι είναι η μοναδική γλώσσα του πολιτισμού (βλ. στην παραπάνω διατύπωση την εμφατική χρήση του οριστικού άρθρου) δείχνει κουφόνοια και αμετροέπεια ουκ ολίγη.

Δεν διστάζει μάλιστα η συγγραφέας, για δημιουργία εντυπώσεων, να πετάξει στους αφελείς και ανίδεους ( στους οποίους ασφαλώς απευθύνεται το βιβλίο ) απίστευτες πομφόλυγες του τύπου: «Τα ποτάμια και τα ρυάκια...» διαμόρφωσαν «την ήπια, εύκαμπτη, πολύμορφη, μελωδική, γεμάτη φωνήεντα και ποικιλία εκφράσεων, ελληνική γλώσσα» (σ. 17). Υποστηρίζει ακόμα, στην ίδια σελίδα, ότι η γλώσσα μας είναι «... ικανή να μιμηθή παντοειδείς ήχους, κάτι που δεν συμβαίνει με όλες τις γλώσσες. Οι Άραβες λ.χ. δεν έχουν «π». Οι Ρώσοι δεν έχουν «θ». Oι Κινέζοι δεν έχουν «ρ». Αδυνατούν ακόμα και να τα προφέρουν». Το παρατιθέμενο απόσπασμα επιδιώκει να υποβάλει στον αναγνώστη την ιδέα ότι οι παραπάνω γλώσσες μειονεκτούν έναντι της Ελληνικής. Όμως, αν η κ. Τζιροπούλου (εφεξής κ. Τζ.) έκανε τον κόπο να ξεφυλλίσει απλώς ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο για τις γλώσσες αυτές, θα έβλεπε ότι κάθε άλλο παρά υστερούν. Tι θα πει ότι οι Ρώσοι δεν έχουν «θ»; Γνωρίζει άραγε ότι χρησιμοποιούν πολλά συριστικά σύμφωνα και συμφωνικά συμπλέγματα και μια σειρά από ουρανικοποιημένα και μη ουρανικοποιημένα σύμφωνα; Η Αραβική περιέχει μερικούς λαρυγγικούς φθόγγους (φαρυγγικά και γλωττιδικά τριβόμενα σύμφωνα) και ένα σημαντικό αριθμό Τριβόμενων υπερωικών συμφώνων τα οποία είναι άγνωστα στην Ελληνική, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε για την ποιότητα ή την αξία των δύο γλωσσών. Και η Κινεζική διαθέτει από 4 ως 9 (ανάλογα με τη διάλεκτο) διαφορετικούς μουσικούς τόνους. Τέτοιου είδους συγκρίσεις είναι απαράδεκτες. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο για να δει την πληθώρα των φθόγγων (και όχι «ήχων», όπως αφελώς γράφει η κ. Τζ.) που υπάρχουν στις ανθρώπινες γλώσσες, για να αντιληφθεί ότι δεν κρίνεται η υπεροχή μιας οποιασδήποτε γλώσσας στο φωνητικό -φωνολογικό επίπεδο. Η κ. Τζ. είναι τόσο καλά ενημερωμένη στις σύγχρονες φωνολογικές θεωρίες που καταφεύγει στον Κρατύλο του Πλάτωνα (414, C) για να εξηγήσει, όπως λέγει (σ. 26), «τον διαφορετικό τρόπο απόδοσης των ήχων», τονίζοντας ότι «εξαρτάται από τη στοματική κοιλότητα, τις φωνητικές χορδές και τον τρόπο αναπνοής, χωρίς να παραβλέψουμε την σύμφυτη διακύμανση κάποιας μουσικής τονικότητας ...».

Για να δείξει την εξάρτηση όλων των ανθρώπινων γλωσσών από την Ελληνική, η συγγρ. αυτού του παράλογου βιβλίου διατείνεται ότι «Έχει γίνει κοινώς παραδεκτό και συνεχώς ακούγεται όλο και πιο συχνά, στα σχετικά παγκόσμια γλωσσολογικά και άλλα συνέδρια, ότι η γλώσσα μας είναι ο συνδετικός κρίκος με όλες σχεδόν τις γνωστές γλώσσες, λατινικές, αγγλοσαξωνικές, σκανδιναυικές, σλαβικές, ανατολικές, ινδικές κ.λπ. κ.λπ.» (σ. 45). Σ’ αυτή τη διατύπωση βλέπουμε την αποθέωση της παραπλανητικής χρήσης της γλώσσας, την προσπάθεια χειραγώγησης και επιβολής μιας άποψης, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Στη συνέχεια δεν υπάρχει καμιά απάντηση στα ερωτήματα: «Από ποιους έχει γίνει κοινώς παραδεκτό»; «Ποια είναι αυτά τα παγκόσμια γλωσσολογικά και άλλα συνέδρια» στα οποία έγιναν δεκτές αυτές οι αντιεπιστημονικές και σοβινιστικές θέσεις; Πληροφορούμαστε ακόμα (σ. 48) ότι «ο καθηγητής Humbol είναι βέβαιος ότι οι Ίνκας μιλούσαν ελληνικά». Δεν ξέρω ποιος είναι ο κ. Humbol, η ευθύνη όμως για τέτοια ανιστόρητα πράγματα βαρύνει εξίσου και αυτόν που τα παραθέτει και τα αποδέχεται. Όπως θα δούμε πιο κάτω, συχνά η κ. Τζ. επικαλείται γνώμες «ειδικών» κατά τρόπο παραπλανητικό. Μέσα σ’ αυτή την παραζάλη δεν με εκπλήσσει το γεγονός ότι η συγγρ. αποφαίνεται επιγραμματικά: «Λύεται και το “μυστήριο” γύρω από την Βασκική γλώσσα» (σ. 49). Με τη φόρα που έχει πάρει εξηγούνται ιλαροτραγικά και οι αφελείς υπεργενικευτικές τοποθετήσεις της κ. Τζ. που καταφέρνει σε κάθε σελίδα του βιβλίου της να μας αφήνει ενεούς: «Όλα εξηγούνται» ( σ. 28). «Μιμήθηκαν οι πάντες τα πάντα» (σ. 37). Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια των «αυταπόδεικτων παραλογισμών» παραθέτω απλώς, χωρίς κανένα σχόλιο ένα ακόμα καταπληκτικό (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) συμπέρασμα (βλ. σ. 40): «Είναι πλέον αυταπόδεικτο ότι η σανσκριτική γλώσσα δεν είναι τόσο αρχαία όσο θα χρειαζόταν για να της αποδοθή η μητρότης της ελληνικής. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, πράγμα που το παραδέχονται οι Ινδοί και μάλιστα υπερηφανεύονται γι’ αυτό». Μπράβο λοιπόν, στα εκατομμύρια των Ινδών που υπερηφανεύονται για την καταγωγή της γλώσσας τους από την Ελληνική. Ευτυχώς που δεν παίρνει κανείς στα σοβαρά αυτές τις φαιδρότητες, διαφορετικά θα μπορούσε να δημιουργηθεί τεράστιο διπλωματικό θέμα.

Μετά απ’ αυτά, δεν εκπλήσσεται κανείς, όταν η κ. Τζ. προσπαθεί να υποβαθμίσει την αξία της Λατινικής (μιας σπουδαίας πολιτισμικής γλώσσας, μέσω της οποίας έφτασαν στις σύγχρονες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες χιλιάδες αρχαίες ελληνικές λέξεις) με το να παραθέτει γνώμες οι οποίες επιβεβαιώνουν δήθεν ότι «η λατινική είναι μία αιολική διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας» (σ. 32). Αν είχε διαβάσει η κ. Τζ. το υπέροχο βιβλίο του ακαδημαϊκού Ν. Χρ. Κονομή, Από την Ιστορία της λατινικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1993, δεν θα αποτολμούσε ίσως τέτοιες αλχημικές προσπάθειες μείωσης της σημασίας της Λατινικής ως αυτοτελούς ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Η ελιτίστικη αντίληψη για τη γλώσσα διαφαίνεται στην ακόλουθη διατύπωση, η οποία και πάλι αποσκοπεί στη μείωση της αξίας των λατινικών γλωσσών» (σ. 27): «.Οι λεγόμενες λατινικές γλώσσες εξελίχθηκαν σε μεγάλο μέρος από την τραχειά λαϊκή λατινική (latin vulgaire) την οποία διέδωσαν στις επαρχίες όχι φιλόλογοι ή ποιηταί, αλλά στρατιώτες, έμποροι, ταξιδιώτες, ναυτικοί, που προσάρμοσαν στον δικό τους προφορικό και γραπτό λόγο, τα αλλότρια ονόματα». Τη γλώσσα δεν την διαμορφώνουν τελικά ούτε οι φιλόλογοι, ούτε οι ποιητές, αλλά ο απλός λαός, τον οποίο φαίνεται από τη διατύπωση αυτή να περιφρονεί η κυρία φιλόλογος.

Η κ. Τζ. πιστεύει ότι ακούει «τους τριγμούς της καταρρεύσεως του σαθρού οικοδομήματος της λεγόμενης ‘ινδοευρωπαϊκής’ θεωρίας» (σ. 32 κ.ε.), αλλά, καθώς έχει άγνοια των βασικών μηχανισμών λειτουργίας της γλώσσας και της επαφής των γλωσσών, δεν καταλαβαίνει ότι η πεποίθηση για την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτόγλωσσας ή πρωτογλώσσας δεν αποτελεί αποκύημα της φαντασίας των επιστημόνων, αλλά στηρίζεται – με βάση τα σημερινά τουλάχιστον επιστημονικά δεδομένα – στις συστηματικές φωνολογικές ομοιότητες και διαφορές μιας σειράς γλωσσών, οι οποίες αποτέλεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα είδος «γλωσσικού συνδέσμου», για να ακολουθήσει αργότερα κάθε μια το δικό της δρόμο. Μερικοί ερευνητές έχουν πράγματι αρνηθεί την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας, ανάμεσα στους οποίους και ο περίφημος Ν. Trubetzkoy, ο οποίος αμφισβήτησε την αρχική κοιτίδα των ινδοευρωπαίων με το σκεπτικό ότι φυλές και λαοί δεν αυξάνονται μόνο με πολλαπλασιασμό, καθώς διδάσκει η πείρα, αλλά και με την ένωση διαφόρων ομάδων. Όπως όμως τόνισε ο Α. Nehring, οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες παρουσιάζουν πολλές φορές ομοιότητες στις ρίζες των λέξεων οι οποίες έλαβαν στις διάφορες γλώσσες διαφορετικά επιθήματα. Η θεωρία του Trubetzkoy καταρρίπτεται με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν δάνεια ριζών. Η άγνοια της πλούσιας σχετικής ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας οδηγεί την κ. Τζ. σε υπεραπλουστεύσεις και αφοριστικές διατυπώσεις οι οποίες δεν έχουν θέση στην επιστήμη. Και στο πρόσφατο (1996) συνέδριο στην πόλη Ohlstadt της Βαυαρίας τριάντα κορυφαίοι ερευνητές από ολόκληρο τον κόσμο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία διαθέτει ισχυρότατα επιστημονικά ερείσματα τα οποία δεν μπορούν να κλονιστούν τόσο εύκολα.

(Συνεχίζεται στο επόμενο)
 

nickel

Administrator
Staff member
(Συνέχεια από το προηγούμενο)

Στο ίδιο Συνέδριο έγιναν σημαντικές ανακοινώσεις για τη φοινικική καταγωγή του ελληνικού αλφαβήτου (καθώς μαρτυρεί η μορφή των γραμμάτων και η φωνητική τους αξία, η ονομασία και η σειρά με την οποία εμφανίζονται, ακόμα και η κατεύθυνση της γραφής από τα δεξιά προς τα αριστερά στα αρχαιότερα γραπτά μνημεία της Ελληνικής, όπως δηλ. και στη Φοινικική, στοιχεία τα οποία αμφισβητεί η κ. Τζ.), τονίστηκε όμως αυτό που αποσιωπούν ή αγνοούν οι όψιμοι υπερασπιστές της ελληνικότητας του αλφαβήτου, ότι δηλ. οι Έλληνες μετέτρεψαν το φοινικικό αλφάβητο, το οποίο δεν δήλωνε τα φωνήεντα, σε φωνολογικό, θέτοντας έτσι τη σφραγίδα της ιδιοφυΐας τους στην ιστορία της γραφής. Λόγω της ανακάλυψης από τους Έλληνες της γραφηματικής απόδοσης των φωνηέντων, γίνεται δικαίως λόγος για «ελληνικό αλφάβητο», το οποίο μετέφεραν άποικοι από την Εύβοια στην Κύμη της Ιταλίας, για να αποτελέσει με τη σειρά του τη βάση διαμόρφωσης του λατινικού αλφαβήτου. Και το παλαιότερο Ετρουσκικό αλφάβητο (γύρω στο 700 π.Χ.) δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ελληνικό. Το φρυγικό και το λυδικό αλφάβητο είχαν επίσης ως πρότυπό τους το ελληνικό.

Μια από τις βασικότερες αδυναμίες του κρινόμενου εδώ έργου είναι η συχνά εμφανιζόμενη άποψη ότι η ελληνική γλώσσα παραμένει αναλλοίωτη από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα. Η θέση αυτή υποστηρίζεται από ελάχιστους, ευτυχώς, εναπομείναντες σήμερα γλωσσαμύντορες, οι οποίοι επιμένουν σε μια εξιδανικευμένη γλώσσα του παρελθόντος που τη λατρεύουν σαν ταριχευμένη μούμια. Σε μια ηπιότερη μορφή εμφανίζεται η αντίληψη αυτή σε πολλούς μητρικούς ομιλητές, οι οποίοι ταυτίζουν την υποτιθέμενη γλωσσική παρακμή και κατάπτωση της γλώσσας με τις αλλαγές που μοιραία υφίσταται κάθε γλώσσα, αφού είναι ζωντανός οργανισμός και παρακολουθεί τις ευρύτερες κοινωνικές εξελίξεις. Το πόσο μακριά από τη σύγχρονη πραγματικότητα βρίσκεται η συγγρ. του έργου αυτού, διαφαίνεται από την ακόλουθη διαπίστωσή της (σ. 18), η οποία μόνο ως «μαύρο χιούμορ» μπορεί να εκληφθεί: «Η γλώσσα που μιλούσε ένας βοσκός στην Πελοπόννησο 1.200 χρόνια πριν να γεννηθεί ο Χριστός, είναι με μικρές διαφορές, η ίδια γλώσσα με την ελληνική που μιλιέται σήμερα». Δεν γνωρίζω αν η κ. Τζ. είναι θαυμάστρια των Φαναριωτών και του Παναγιώτη Σούτσου, αντιγράφει, πάντως, ωραία τις ανεδαφικές και οπισθοδρομικές σκέψεις τους με τον ίδιο και μεγαλύτερο ζήλο, 150 χρόνια αργότερα, οπότε η οπισθοδρόμηση είναι διπλά οδυνηρή.

Ο Σούτσος επισκέφτηκε ένα χωριό κοντά στους Δελφούς στο οποίο τον οδήγησε ένας βοσκός και κατέγραψε τις εντυπώσεις του: «...φιλοξενηθείς εις την καλύβαν αυτού ολίγον εστερείτο της βουκολικής γλώσσας του Θεοκρίτου και σχεδόν έλεγέ μοι:
Δεύρ’ υπό ταν πτελέαν εσδώμεθα, τω τε Πριήπω
καί τάν κρανιάδων κατεναντίον, άπερ ο θώκος
τήvος ο ποιμενικός και ται δρύες».​
Μέσα σ’αυτό το παραλήρημα αρχαιοπληξίας ο ρομαντικός ποιητής αναφέρει στη συνέχεια ότι ο ρουμελιώτης βοσκός πρόφερε τα μακρά και βραχέα φωνήεντα και χρησιμοποιούσε πληθώρα αρχαίων λέξεων, έτσι ώστε να νομίζει ότι έβλεπε μπροστά του τον Αιπόλο του Θεοκρίτου. (Το παράθεμα είναι από τη Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου ή Ανάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοουμένης υπό πάντων, Αθήνα 1853. Βλ. Χρ. Χαραλαμπάκης, Νεοελληνικός λόγος, Μελέτες για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και το ύφος, Αθήνα 1992, σ. 165).

Η προκλητική διαστρέβλωση της πραγματικότητας εμφανίζεται συχνά. Στη σ. 18 η κ. Τζ. αναφέρεται στις «8 πτωτικές καταλήξεις της Ελληνικής», για να ισχυριστεί λίγο πιο κάτω: «Με ιδιαίτερη μνεία στο ότι οι καταλήξεις αυτές δεν έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα». Διατείνεται ακόμα ότι «Οι περισσότερες ομηρικές εκφράσεις επιζούν σχεδόν αναλλοίωτες στο στόμα των Ελλήνων». Ανάμεσα στα άλλα επικαλείται τη λ. χλαίνη, τονίζοντας ότι «λυπάται» γιατί τώρα πληροφορήθηκε ότι λέγεται τζάκετ. Αν άνοιγε, η κ. Τζ. ένα οποιοδήποτε ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας Ελληνικής, θα έβλεπε ότι η λ. χλαίνη, για την οποία κόπτεται, είναι κατά την πιθανότερη εκδοχή ξενικό δάνειο, άγνωστης προέλευσης. Ας επέλεγε τουλάχιστο μια άλλη ακραιφνώς ελληνική λέξη. Μερικές φορές η συγγρ. νομίζει ότι επιβιώνουν αρχαίες λέξεις στην κοινή νεοελληνική, χωρίς να υποψιάζεται ότι πρόκειται για λόγιες λέξεις που δημιουργήθηκαν τον περασμένο μόλις αιώνα. Έτσι τονίζει ότι «το συχνά δεν το λέμε θαμά, εκείνος όμως που συχνάζει κάπου, αποκαλείται θαμών» (σ. 20). Η λ. θαμών, αρχικά με τον τύπο θαμώνης, πλάστηκε το 1846, για να αντικαταστήσει το τουρκ. μουστερής.

Η πρόκληση της άγνοιας και της διαστρέβλωσης αποκορυφώνεται στις ετυμολογίες που επικαλείται η κ. Τζ. θέλοντας να δείξει σώνει και καλά τη μονομερή «γονιμοποίηση του δυτικού λόγου» (σ. 30) από την Ελληνική, προχωρεί σε κατ’ εξακολούθηση βιασμούς της ιστορίας των λέξεων, δείχνοντας ακόμα μια φορά άγνοια των μηχανισμών λειτουργίας της επαφής των γλωσσών, ενώ φαίνεται ότι δεν έχει ακούσει τίποτε για τα νεότερα μεταφραστικά δάνεια της νεοελληνικής από δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, και ιδιαίτερα από τη γαλλική και την αγγλική. Αναμασά ξεπερασμένες απόψεις ερασιτεχνών γλωσσολόγων, μερικές από τις οποίες βρίσκονται και σε νεοελληνικά λεξικά. Θα μπορούσαν να αναφερθούν εκατοντάδες λέξεις που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Έτσι, για παράδειγμα, οι λέξεις μικρόβιο και οικολογία δεν παράγονται από το μικρός + βίος και οίκος + λογία, αντίστοιχα, αλλά προέρχονται από τα γαλλ. microbe και ecologie (ή αγγλ. ecology) με βάση λεξικά και γραμματικά μoρφήματα της αρχαίας Ελληνικής. Ήδη από το 1900 τόνισε ο Στ. Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, (βλ. λ.) ότι το μικρόβιο (η λ. εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1889) προέρχεται από το γαλλικό microbe, και ότι το επίθ. μικρόβιος δεν είχε βέβαια στην αρχαία γλώσσα τη σημερινή επιστημονική σημασία. Και το αντιβιοτικό (η κ. Τζ. γράφει αντιβιωτικό) προέρχεται από το γαλλ. antibiotique (αγγλ. antibiotic) και όχι αντίστροφα. Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία 1880-1889 για να περιγράψει «τη βλαπτική επίδραση ενός οργανισμού σε έναν άλλο με την έκκριση τοξικών ουσιών». Η λ. άρχισε να χρησιμοποιείται με τη σημασία της θεραπείας σοβαρών λοιμώξεων μόλις το 1941. Το να μιλάμε, επομένως, για «αρχαίες» λέξεις που «γονιμοποίησαν» τις ευρωπαϊκές γλώσσες, χωρίς να γνωρίζουμε την ιστορία των λέξεων, δείχνει έλλειψη μεθόδου και σοβαρότητας. Το επίθ. αντιβιοτικός, δεν ανάγεται στο «αντί + αρχ. βιοτικός < βίοτος (= ζωή) », όπως μας πληροφορεί και το Λεξικό της ελληνικής γλώσσας των Τεγόπουλου-Φυτράκη. Η Ά. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (Νεολογικός δανεισμός της νεοελληνικής. Άμεσα δάνεια από τη γαλλική και αγγλοαμερικανική. Μορφοφωνολογική ανάλυση, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 38 κ.ε.), έδειξε ότι οι διεθνισμοί που σχηματίζονται από στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής ενσωματώνονται απρόσκοπτα στη νεοελληνική. Μερικά από τα παραδείγματα που αναφέρει: αεροδρόμιο, αλογόνο, θρόμβωση, μαγνητόφωνο, τεχνολογία, φωτογραφία, ψυχόδραμα κ.ά. Αφού το αντικείμενο αναφοράς χιλιάδων λέξεων, όπως οι παραπάνω, δεν ήταν γνωστό στον αρχαιοελληνικό κόσμο, πώς μπορεί κανείς να μιλά για «αρχαίες λέξεις» που δανείστηκαν σύγχρονες γλώσσες υψηλού πολιτισμού; Με βάση την εσφαλμένη αυτή αντίληψη δεν μας ξαφνιάζει καθόλου η διαπίστωση της κ. Τζ. (σ. 44) ότι «Οι κρουνoί της ελληνίδος φωνής έχουν πλημμυρίσει κατά ένα τουλάχιστον 85% τις δεξαμενές των ευρωπαϊκών γλωσσών». Ευτυχώς για τις ευρωπαϊκές γλώσσες που δεν υπήρξε τέτοια «βιβλική πλημμύρα».

(Συνεχίζεται στο επόμενο)
 

nickel

Administrator
Staff member
(Συνέχεια από το προηγούμενο)

Η κ. Τζ. δεν αρκείται στην παραποίηση της πραγματικότητας για ξένες λέξεις που σχηματίστηκαν από αρχαιοελληνικά μορφήματα και εισήχθησαν στη γλώσσα μας. Προχωρεί πιο πέρα. Ανακαλύπτει λ.χ. ότι το ουίσκυ (whisky) δεν είναι τίποτε άλλο από το ελληνικό ύδωρ. Προέρχεται όμως από το σκοτσέζικο whiskybae και αυτό με τη σειρά του από το σκοτικό γαελικό (αρχ. κελτικό) uisge beatha που σημαίνει «ύδωρ ζωής». Τη γερμανική λέξη Taube = «περιστέρι» την ανάγει εντελώς αυθαίρετα στο τιτίς = «βραχύ ορνίθιον» (Φώτιος). Στο Etymologisches Woerterbuch der deutschen Sprache του Fr. Kluge, 21η έκδ., Βερολίνο 1975, βλ. λ., μπορεί να δει κανείς με άριστη τεκμηρίωση ότι πρόκειται για το αρχ. γερμ. tuba, αγγλ. dove, λέξη που σημαίνει ό,τι το αρχ. ελλην. πέλεια.

Επικαλούμενη η συγγρ. αποδεδειγμένα εσφαλμένες γνώμες άλλων ερευνητών, δεν απαλλάσσεται η ίδια, όπως προανέφερα, της ευθύνης για τη σαβούρα που συγκέντρωσε. Αναφέρει λ.χ. (σ. 42) ότι «Κατά τον Φυρετιέρ, ακόμη και η γαλλική “argot” ετυμολογείται από το “Άργος” ως περιέχουσα πολλές ελληνικές λέξεις». Η λ. ανάγεται πιθανότατα στο argoter = «μαλώνω», αρχ. γαλλ. argoter < ergο». Παραπέμπει επίσης (βλ. σ. 47) σε κάποιον Τσιούλκα («Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων»), του οποίου προφανώς ασπάζεται τις ετυμολογίες: «Δεν είναι τουρκικό το χατήρι. Είναι το ήτορ. Δεν είναι σλαυικό το ρεζίλι. Είναι το ‘αίσυλα ρέζειν’». Ακόμα και βυζαντινοί ετυμολόγοι θα ζήλευαν αυτές τις «υπέροχες» ετυμολογίες. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται με τέτοιο γελοίο τρόπο τα τουρκ. hatir και rezil και γίνονται οι ίδιοι ρεζίλι; Σήμερα είναι πια ανόητο να προσπαθεί να αποκρύψει κανείς ότι λαοί που συγχρωτίστηκαν επί πολλούς αιώνες δεν μπορούν παρά να αλληλοεπηρεάστηκαν και γλωσσικά.

Η βιβλιογραφία στην οποία στηρίζεται η εργασία αυτή (βλ. σσ. 584 κ. ε.) είναι εντελώς ασήμαντη. Δεν υπάρχει καμιά σχεδόν αναφορά σε σύγχρονους έλληνες ή ξένους γλωσσολόγους. Προτιμά να παραπέμπει σε μελέτες του κ. Ηλιόπουλου και του Δ. Ζακυθηνού. Η συγγρ. δεν ξέρει καλά καλά να παραπέμψει στα βιβλία που αναφέρει, ούτε καν στο περίφημο λεξικό των Liddell-Scott-Jones. Και στον Ησύχιο παραπέμπει αόριστα στην «έκδ. Ιένας 1934», χωρίς ίσως να έχει ακούσει ή να δει ποτέ την έκδοση Κ. Latte. Παραθέτει στοιχεία του τύπου: «Χατζιδάκι Γ. ‘Ελληνικαί μελέται’», χωρίς καμιά άλλη βιβλιογραφική ένδειξη. Για δημιουργία εντυπώσεων αναφέρεται στον «ακαδημαϊκό κ. Ντελόπουλο» (σ. 45), ενώ πρόκειται για συνταξιούχο συντάκτη του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι εξοργιστικές οι ανεξακρίβωτες πληροφορίες που παρατίθενται φύρδην μίγδην, χωρίς καμιά συνοχή και λογικό ειρμό.

Το αποκορύφωμα του θράσους βρίσκεται στη σ. 51, όπου η Κ. Τζ. ζητά και τα ρέστα: «Σχετικά με όλα όσα μέχρι τώρα παραθέσαμε, ουδεμία αναφορά υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως. Τα βιβλία με τα οποία «μορφώνονται» οι Ελληνόπαιδες επιμένουν στην προβολή παρωχημένων ινδοευρωπαϊκοσανσκριτικών θεωριών, που συμπληρώνονται από την μονόπλευρη και απολυταρχικά διατυπωμένη «άποψη» περί της καταγωγής του Ελληνικού αλφαβήτου» από τα «φοινικικά γράμματα» ...».

Ευτυχώς που υπάρχουν, κυρίως ξένοι, αλλά και έλληνες διαπρεπείς ερευνητές, οι οποίοι έχουν δείξει με τις αυστηρά επιστημονικές μελέτες τους ότι η Ελληνική γλώσσα αποτελεί μοναδικό ίσως φαινόμενο στην Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, καθώς μιλιέται αδιάκοπα επί 4.000 χρόνια και γράφεται επί 3.500 χρόνια, στον ίδιο περίπου γεωγραφικό χώρο. Στη γλώσσα μας γράφτηκαν αθάνατα λογοτεχνικά έργα. Ως ελληνιστική κοινή διαδόθηκε σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη. Αποτέλεσε τη γλώσσα της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού, που άλλαξε τη ροή της ανθρωπότητας, ενώ ως δεύτερη γλώσσα του Ανθρωπισμού επηρέασε για δεύτερη φορά τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, ο οποίος στηρίζεται στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό. Και σήμερα ακόμα εξακολουθεί να δανείζει ποικίλα μορφήματα για τη δημιουργία χιλιάδων επιστημονικών όρων και νεολογισμών. Αυτές οι αντικειμενικώς εξακριβώσιμες αλήθειες, για τις οποίες πρέπει να νιώθουν δικαιολογημένη υπερηφάνεια οι νεοέλληνες, απουσιάζουν εντελώς, ή δεν τεκμηριώνονται επαρκώς σε μια μελέτη που υποτίθεται ότι έχει στόχο να προβάλει την Ελληνική γλώσσα.

Το βιβλίο αυτό, γραμμένο από μια εν ενεργεία «φιλόλογο» (διερωτώμαι αν διδάσκει στους μαθητές της αυτά που η ίδια πρεσβεύει), περιέχει τόσες ανακρίβειες, προχειρότητες και ασυναρτησίες, που διερωτάται ευλόγως κανείς πώς είναι δυνατόν να βλέπει το φως της δημοσιότητας σε μια τόσο καλαίσθητη και πανάκριβη έκδοση, χωρίς να βρεθεί ένας άνθρωπος με την κοινή λογική να αποτρέψει τη δημοσίευσή του από ένα σοβαρό εκδοτικό οίκο, ο οποίος για την εκτύπωση ενός τόσο ογκώδους έργου δαπάνησε ασφαλώς αρκετά εκατομμύρια δραχμές.

Εν ονόματι της «φιλοπατρίας» και «του μεγαλείου της φυλής και της γλώσσας μας» έχει ζημιωθεί πολλές φορές η Ελλάδα. Το βιβλίο της κ. Τζιροπούλου καθώς είναι γραμμένο με έπαρση, αλαζονεία, περιφρόνηση των άλλων γλωσσών και άγνοια βασικών αρχών της επιστημονικής μεθοδολογίας, και ειδικότερα της γλωσσολογικής έρευνας, δεν βοηθά στην προβολή της γλώσσας μας, αλλά στην περιθωριοποίησή της. Αν μη τι άλλο, δίνει λαβή σε μερικούς ξένους να επικαλούνται τέτοιου είδους ευτελή δημοσιεύματα για να αποδείξουν ότι υπάρχει στη χώρα μας γλωσσικός ιμπεριαλισμός.—
 

curry

New member
Η Ελευθεροτυπία δημοσιεύει την επιστολή Σαραντάκου και λοιπών, εδώ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Συνέχεια, με επιστολή θλιβερής αναμάσησης αχώνευτης τροφής, στην Ελευθεροτυπία:
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.epistolesanagnoston&id=45289

Αντιγράφω (γιατί με τα προβλήματα της Ε θα χάσουμε αυτά τα διαμάντια):

*Επιχειρείται τελευταία η αμφισβήτηση της ελληνικής γλώσσας ως της πλουσιότερης γλώσσας του κόσμου από ομάδα υπαρκτών ή ανύπαρκτων ατόμων, με μη δυνατότητα επιβεβαίωσης των επιστημονικών τους γνώσεων περί την Ελληνική.

Και προβάλλεται ως τέτοια η Αγγλική, που μόνο σαν ανέκδοτο μπορεί να θεωρηθεί. Με σκοπό την ενημέρωση των αναγνωστών σας και επειδή η ανοησία της άγνοιας έχει και αυτή τα όριά της, αν δεν είναι προβοκατόρικη από τους δήθεν λάτρεις της ελληνικής γλώσσας, τίθενται υπ' όψιν τα κάτωθι στοιχεία η εγκυρότητα των οποίων είναι αναμφισβήτητη στη σημερινή εποχή της τεχνολογίας. Κατά τον κορυφαίο Ισπανό γλωσσολόγο Francisco R. Adradas, για τον δυτικό κόσμο η Ελληνική είναι η γλώσσα μητέρα, με πλούσια δάνεια προς τις άλλες γλώσσες που τις θεωρεί κρυφοελληνικές (Βλ. το τελευταίο έργο του Adradas "Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης από τις αρχές ώς τις μέρες μας") και υπό την άποψη αυτή η ελληνική είναι η πλουσιότερη του κόσμου.

Το Πανεπιστήμιο Ιρμάιν της Καλιφόρνιας ανέλαβε την αποθησαύριση του πλούτου της ελληνικής γλώσσας διαθέτοντας εκατομμύρια δολάρια. Επικεφαλής του προγράμματος της αποθησαύρισης αυτής τοποθετήθηκαν η γλωσσολόγος-ελληνίστρια Μακ Ντόναλι και οι καθηγητές ηλεκτρονικής Μπρούνερ και Πάκαρι. Στον Η/Υ Ιμύκο αποθησαυρίστηκαν ήδη 6.000.000 λεκτικοί τύποι της Ελληνικής, όταν είναι γνωστόν ότι η Αγγλική έχει συνολικά 490.000 λέξεις και 300.000 τεχνικούς και επιστημονικούς όρους, εκ των οποίων, σύμφωνα με έρευνα 30 χρόνων του συγγραφέα Αριστείδη Κωνσταντινίδη, περισσότερες από 150.000 είναι λέξεις ελληνικές. Δηλαδή η Αγγλική γλώσσα είναι το 1/100 μόλις της Ελληνικής και το λεξικό Γουέμπστερ μάς φανερώνει ότι η Αγγλική έχει δανειστεί από την Ελληνική 41.615 λέξεις και μόνο 57 και 34 λέξεις από την Τουρκική και τις Σλαβικές γλώσσες. Ακόμη στον Η/Υ Ιμύκο ταξινομήθηκαν 8.000 συγγράμματα με 4.000 αρχαίων Ελλήνων και το έργο συνεχίζεται.

Τέλος οι υπεύθυνοι του προγράμματος υπολογίζουν ότι οι ελληνικοί λεκτικοί τύποι θα φτάσουν, όταν το έργο τελειώσει, στα 90.000.000, έναντι 9.000.000 της λατινικής και τότε θα δούμε για ποιον εξωφρενικό αριθμό θα μιλάμε».

Δρ Θεόδωρος Ανδρεάκος
πρ. γεν. επιθεωρητής Αν. Παιδείας
Ομότιμος καθηγητής ΑΤΕΙ



Συζήτηση στο ιστολόγιο του Σαραντάκου:
Υπαρκτά ή ανύπαρκτα άτομα
 
Last edited:

nickel

Administrator
Staff member
Νέα επιστολή στην Ελευθεροτυπία:
Στο φύλλο της 12/5/2009 της εφημερίδας σας εδημοσιεύθη σχόλιο «περί του πλούτου της ελληνικής γλώσσας», υπογραφόμενο από ορισμένα άτομα τα οποία δήθεν ενδιαφέρονται για την ελληνική γλώσσα.
Η συνέχεια εδώ.

Επειδή νιώθω συντριβή, μήπως νομίσει κανείς ότι είμαι ένας από εκείνους που «δήθεν» ενδιαφέρονται για την ελληνική γλώσσα, για να αποδείξω το πραγματικό μου ενδιαφέρον είμαι διατεθειμένος να προσφέρω το καλύτερο επιχείρημα υπέρ του γνήσιου πλούτου της ελληνικής γλώσσας έναντι της αγγλικής (και όχι μόνο). Ορίστε, κύριοι, ανοίξτε ένα οποιοδήποτε αγγλοελληνικό λεξικό. Σε οποιαδήποτε αγγλική λέξη θέλετε. Κοιτάξτε πόσες ελληνικές λέξεις ακολουθούν τη μία αγγλική λέξη: Μία; Δύο; Συνήθως πολλές. Πάρτε, ας πούμε, από εδώ την αγγλική λέξη flat. Πόσες ελληνικές λέξεις αντιστοιχούν στη μία αγγλική; Πάμπολλες.
ομαλός και επίπεδος, αναπεπταμένος, αβαθής, χθαμαλός, ρηχός, ξεφούσκωτος, ανιαρός, μονότονος, άτονος, υποτονικός, ενιαίος, αμετάβλητος, ξεθυμασμένος, σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος, αποφορτισμένος, αλαμπής, άτοκος, διαμέρισμα, πεδιάδα, πλάτωμα, σιάδι, υπόδημα χωρίς τακούνι, ύφεση, εκτάδην, κατηγορηματικά, απερίφραστα, ξεκάθαρα κ.ά.​
Έχουμε όλες αυτές τις λέξεις όταν οι Άγγλοι προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους με μία. Χωρίς να υπολογίσουμε τους κλιτικούς τύπους, οι οποίοι ασκούν τον νου των νέων και τους κάνουν εξυπνότερους από τα παιδιά άλλων λαών από τα πρώτα κιόλας ψελλίσματα.

Χρειάζεται άλλη απόδειξη;


Να το αφήσω; Ή υπάρχει φόβος να το δω αναδημοσιευμένο και πολυτονισμένο; :)
 
Έχουμε όλες αυτές τις λέξεις όταν οι Άγγλοι προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους με μία. Χωρίς να υπολογίσουμε τους κλιτικούς τύπους, οι οποίοι ασκούν τον νου των νέων και τους κάνουν εξυπνότερους από τα παιδιά άλλων λαών από τα πρώτα κιόλας ψελλίσματα.

Φαντάζομαι ότι αυτό το λες με χιούμορ... ή όχι; Δηλαδή, μπορούμε να μετρήσουμε τον πλούτο μιας γλώσσας με τον αριθμό των λέξεων ή των μορφημάτων; Γίνεται αυτό; Όχι. Καλό θα ήταν να διευκρινίσουν όλοι αυτοί που μιλάνε για την υπεροχή της τάδε ή δείνα γλώσσας, να διευκρινίσουν τι εννοούν με τον πλούτο της γλώσσας και πώς προτίθενται να τον μετρήσουν. Σε επιστημονικές βάσεις.

Είναι πλούτος είναι το γεγονός ότι η λέξη flat έχει τόσες σημασίες (πόσες Ελληνικές λέξεις χρειάστηκαν δίπλα της) και όχι μόνο αυτό, αλλά το γεγονός ότι οι αγγλόφωνοι είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις λέξεις και το λόγο τους με τέτοιο τρόπο, ώστε μέσα από το context και τις συνθήκες επικοινωνίας να αποκρυσταλλώνεται αβίαστα και με σαφήνεια, η συγκεκριμένη σημασία της λέξης;
 
Ορίστε, κύριοι, ανοίξτε ένα οποιοδήποτε αγγλοελληνικό λεξικό. Σε οποιαδήποτε αγγλική λέξη θέλετε. Κοιτάξτε πόσες ελληνικές λέξεις ακολουθούν τη μία αγγλική λέξη [...] Χρειάζεται άλλη απόδειξη;


QED. Checkmate!
 
Χωρίς να υπολογίσουμε τους κλιτικούς τύπους, οι οποίοι ασκούν τον νου των νέων και τους κάνουν εξυπνότερους από τα παιδιά άλλων λαών από τα πρώτα κιόλας ψελλίσματα.

Και τονώνουν και τις ηγετικές τους ικανότητες!
Μην το ξεχνάς, παλιοκρυπτοαγγλόφιλε.
 

nickel

Administrator
Staff member
Το κείμενο, νηφάλιο. Απλά λόγια, εύκολοι αριθμοί, ξεκάθαρα επιχειρήματα. Χωρίς πνεύμα ανταγωνισμού. Ελπίζω να το διαβάσουν πολλοί και να το καταλάβουν περισσότεροι. Από τον Ευθ. Φοίβο Παναγιωτίδη στην Κυριακάτικη Καθημερινή:

5.000.000

Του Ευθ. Φοιβου Παναγιωτιδη*

Ακούγεται κάθε τόσο, ακόμα και από σοβαρούς ανθρώπους, ότι η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη του κόσμου, διότι διαθέτει λεξιλόγιο τουλάχιστον 5.000.000 λέξεων. Αυτή την τερατολογία την έχει καταρρίψει μεθοδικά κι εμπεριστατωμένα ο Νίκος Σαραντάκος και στο βιβλίο του «Γλώσσα μετ’ εμποδίων» και στον ιστότοπό του (www.sarantakos.com), οπότε δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω όσα γράφει εκεί. Εδώ απλώς θα σκιαγραφήσω πόσο εξωπραγματικός είναι ο ισχυρισμός, ιδίως στο στόμα ανθρώπων με μόρφωση.

Πρώτα πρώτα, όταν λέμε «λέξη», εννοούμε το λήμμα, όχι το δείγμα (token). Έτσι, όσα δείγματα της λέξης «και» κι αν περιέχει αυτό το κείμενο, για σκοπούς λεξιλογίου εμείς θα μετρήσουμε ένα μόνο δείγμα: μία λέξη. Επίσης, όταν το λήμμα κλίνεται, πάλι θα μετρήσουμε μία λέξη: λ.χ. δεν θα μετρήσουμε τους τέσσερις τύπους του λήμματος «γάτα» (γάτα, γάτας, γάτες, γατών) ως τέσσερις λέξεις. Με άλλα λόγια, όταν μετράμε το μέγεθος λεξιλογίων, μετράμε λήμματα, όχι τύπους. Αλλιώς, γλώσσες όπως η τουρκική, με την ευελιξία κι ευχέρειά της να κατασκευάζει τύπους, θα είχε δεκάδες εκατομμύρια λέξεις.

Μένουμε λοιπόν στα λήμματα και προχωρούμε στο ότι ένας αναλφάβητος ενήλικος, είτε προέρχεται από κοινωνία τροφοσυλλεκτών είτε από μεταβιομηχανική κοινωνία, ξέρει περί τις 40.000 λέξεις. Οπωσδήποτε, το λεξιλόγιο του τροφοσυλλέκτη περιέχει διαφορετικού είδους λέξεις από αυτό του μεταβιομηχανικού ανθρώπου: λ.χ. εκεί όπου ο τροφοσυλλέκτης έχει ονόματα για κοινωνικές δραστηριότητες της ομάδας που ανήκει, ο μεταβιομηχανικός αναλφάβητος θα έχει τις λέξεις «Βουλή», «εφάπαξ», «αστυνομία», «απεργία» κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η σούμα βγαίνει εκεί κάπου στα 40.000 λήμματα.

Αναπόφευκτα, ο αλφαβητισμός και η εκπαίδευση αυξάνουν το ενδιάθετο λεξιλόγιο μέχρι και τρεις φορές, αφού προσφέρουν πρόσβαση στον γραπτό λόγο και, άρα, σε πλήθος λέξεων. Αν το σκεφτεί κανείς, 120.000 λήμματα είναι πολλά: άλλωστε, ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ περιέχει περί τα 35.000 λήμματα. Ακόμα πιο κοντά μας, η ελληνική γλώσσα από τον Ομηρο έως την Άλωση, μία περίοδο περίπου 24 αιώνων, αριθμεί περίπου 160.000 λήμματα στον Thesaurus Linguae Graecae. Τέλος πάντων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η απόσταση από το 160.000 μέχρι τα όποια εκατομμύρια είναι αγεφύρωτη.

Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τη λογιστική περί λέξεων (λεξιλογιστική;), προχωρώντας σε ένα θέμα ουσίας: Άραγε είναι πλουσιότερη η αγγλική επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του frustration; Είναι η ελληνική πλουσιότερη επειδή προσφέρει μονολεκτική έκφραση του φιλότιμου; Όχι. Τελικά όταν μιλάμε για τον πλούτο μιας γλώσσας, μιλάμε για τον πλούτο των κειμένων που είναι γραμμένα σε αυτήν. Στο κάτω κάτω, το γλωσσικό σύστημα δεν είναι παρά γραμματικοί κανόνες και λέξεις. Έτσι, το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής δεν βρίσκεται ούτε στο μέγεθος του λεξιλογίου της, ούτε σε επιμέρους λέξεις όπως «αλετρίβανος» και «τοιγαρούν», ούτε καν σε λέξεις όπως «μένος», «εντελέχεια» ή «λόγος». Μεγαλείο, δύναμη και βάθος βρίσκονται σε κάποια κείμενα (και στα νοήματα, στις εντυπώσεις, στους κόσμους τους) που γράφτηκαν στα ελληνικά.

Παρότι δεν υπάρχουν μεγαλειώδεις γλώσσες, υπάρχουν όμως μεγαλειώδη κείμενα, κείμενα δουλεμένα από ευφυείς, ευρηματικούς -ή απλώς φιλόπονους- στοχαστές και εργάτες του λόγου. Αυτοί δουλεύουν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλουν η γραμματική και το (εκτενές ή μη) λεξιλόγιο της γλώσσας τους.


* Ο κ. Ευθ. Φοίβος Παναγιωτίδης είναι επ. καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
 
εξαιρουμένου του

Μένουμε λοιπόν στα λήμματα και προχωρούμε στο ότι ένας αναλφάβητος ενήλικος, είτε προέρχεται από κοινωνία τροφοσυλλεκτών είτε από μεταβιομηχανική κοινωνία, ξέρει περί τις 40.000 λέξεις. Οπωσδήποτε, το λεξιλόγιο του τροφοσυλλέκτη περιέχει διαφορετικού είδους λέξεις από αυτό του μεταβιομηχανικού ανθρώπου: λ.χ. εκεί όπου ο τροφοσυλλέκτης έχει ονόματα για κοινωνικές δραστηριότητες της ομάδας που ανήκει
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν ξέρω πού ακριβώς είναι η αντίρρησή σου, αλλά επειδή κοντοστάθηκα κι εγώ εκεί: νομίζω θα ήταν μίζερο να περάσουμε σε νέου είδους αριθμολογία, ακόμα και για το ενεργό λεξιλόγιο του μέσου μεταβιομηχανικού ανθρώπου. Το επιχείρημα είναι ότι άλλου είδους πλούτο έχει το λεξιλόγιο του τροφοσυλλέκτη, είτε είναι Εσκιμώος με δεκάδες λέξεις για το χιόνι, είτε κτηνοτρόφος στην Κρήτη με δεκάδες λέξεις για την κατσίκα, είτε γενικά ένας άνθρωπος που ζει κοντά στη φύση και ξέρει να την περιγράψει λουλουδάκι προς λουλουδάκι με λεπτομέρεια που αγνοούμε παντελώς (συχνά και τα λεξικά).
 
Το επιχείρημα ότι διαφοροποιείται το λεξιλόγιο κατά τις ανάγκες και τις συνθήκες είναι λογικό και βάσιμη υπόθεση και για απώτατες κοινωνίες. Όμως ο ισολογισμός λέξεων τροφοσυλλέκτη- σύγχρονου ανθρώπου, πέρα από προκλητικά αυθαίρετος, γιατί δεν μπορεί να τεκμηριωθεί, πάσχει λογικά γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι 1. Υπήρχε ίδια δυνατότητα και ανάγκη λεξιλογικού ορισμού και 2. Ίδια ανάγκη γενικότερα γλωσσικής επικοινωνίας όπως στις ιστορικές κοινωνίες.
 

nickel

Administrator
Staff member
Εντάξει, εγώ το βλέπω σαν σχηματική προσέγγιση, όχι οπωσδήποτε αυθαίρετη (από την άλλη, κάθε αριθμητική προσέγγιση είναι σχηματική [άρα και αυθαίρετη, θα μου πεις]). Παλαιότερο άρθρο του για το ίδιο θέμα από διαφορετική σκοπιά υπάρχει εδώ:
http://epanagiotidis.blogspot.com/2009/03/blog-post.html
 
Αυτά εννοούν με την "κακοποίηση"; :)
Police investigating the "brutal" murder an elderly woman at her Hull home want to speak to a man who worked on her garden.



Admin: Το παράθεμα είναι από την κεντρική σελίδα, που ωστόσο αλλάζει συνεχώς.
 

nickel

Administrator
Staff member
Όπως είπα στον συνονόματο, όταν με ενημέρωσε το μεσημέρι για την επιστολή στην Καθημερινή, «όσοι δεν καλύπτονται από την επιστημονική πραγματικότητα, στρέφονται στην επιστημονική φαντασία».

120 τόμοι κατακέφαλα
 

nickel

Administrator
Staff member
Και μερικά χρήσιμα συμπεράσματα βασισμένα στα στοιχεία της συνέντευξης της Μαρίας Παντελιά και στα στοιχεία της επιστολής προς την Καθημερινή:

Το συνολικό έργο του Σέξπιρ περιέχει 884.647 λέξεις. Αν τυπωθεί σε τομίδια των 600 περίπου σελίδων (σε μέγεθος 16 x 24 εκατ.), όπως δηλαδή στα Britannica Great Books, γεμίζει δύο από αυτά τα τομίδια. Άρα το σύνολο της ελληνικής γραμματείας που έχει καταγράψει ως τώρα ο Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας (TLG) θα απαιτούσε 236 παρόμοια τομίδια για τις 105.000.000 λέξεις. Αν μικραίναμε τα γράμματα και μεγαλώναμε τις σελίδες (22 x 29 εκατ.) ώστε να χωράνε δύο σελίδες των τομιδίων σε μία του μεγάλου τόμου και ανεβάζαμε τις σελίδες του μεγάλου τόμου στις 2.200 που έχει το LSJ (Greek-English Lexicon του 1968, αυτό έχω μπροστά μου), τότε θα χρειάζονταν το πολύ 33 μεγάλοι τόμοι. Για τη γραμματεία. Ένας Θησαυρός θα έχει πολλαπλάσιες σελίδες, αφού η πρόταση «Τα καλά κόποις κτώνται» θα αναφέρεται και στο καλά και στο κόποις και στο κτώνται. Γι’ αυτό συμφραστικοί πίνακες αυτής της έκτασης, μόνο σε ηλεκτρονικά μέσα μπορούν να φιλοξενηθούν.

Από την άλλη, αν φτιάξουμε ένα λεξικό που θα περιέχει μόνο λήμματα (καλός, κόπος, κτώμαι), χωρίς ορισμούς και παραδείγματα, δηλαδή μία γραμμή για κάθε λήμμα, τότε για να φιλοξενηθούν τα 210.000 λήμματα του TLG (τόσα υπολογίζουν οι ειδικοί του Thesaurus) θα έφτανε ένα τομίδιο με τις σελίδες του LSJ. Αν τις βάζαμε σε τόμο του μεγέθους σελίδας του LSJ, σε τετράστηλες σελίδες των 90 γραμμών για να μην τρώμε χαρτί, θα έφταναν και θα περίσσευαν οι 600 σελίδες.
 
Top