Θεωρώ σκόπιμο (αλλά και επίκαιρο, έστω και με καθυστέρηση μιας δεκαπενταετίας σχεδόν) να αντιγράψω εδώ την κριτική του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη για το βιβλίο της Τζιροπούλου Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον ευρωπαϊκό λόγο. Δεν υπάρχει πια ο τόπος www.philology.gr, όπου αρχικά αναρτήθηκε, και σε λίγες εβδομάδες θα κλείσουν και όλες οι σελίδες του geocities, από όπου το αντέγραψα εγώ. Μέσα από αυτή την βιβλιοκριτική-χαστούκι, δίνεται, θα έλεγε κανείς, μια συνολική απάντηση σε όλα τα ανυπόστατα που διαβάζουμε σε κείμενα, έντυπα και ψηφιακά, που βάζουν την εθνικιστική αποχαύνωση πάνω από την επιστήμη και τη σοβαρή έρευνα.
(Συνεχίζεται στο επόμενο)
Θαλλώ 9, 1997, 243-251.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ
ΑΣΥΛΛΗΠΤΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον ευρωπαϊκό λόγο, 2 τόμοι, Αθήνα 1995 : Νέα θέσις, σσ. 588
Όταν έπεσε στα χέρια μου το παραπάνω βιβλίο της φιλολόγου καθηγήτριας κ. Άννας Τζιροπούλου-Ευσταθίου, ομολογώ ότι μου προκάλεσε θυμηδία, καθώς διαπίστωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι είναι γεμάτο από ανεύθυνους λογισμούς, παραλογισμούς και αντιεπιστημονικές θέσεις, οι οποίες δεν αξίζουν καν αντίκρουσης. Ο λόγος για τον οποίο έκρινα σκόπιμο να ασχοληθώ με το έργο αυτό είναι ότι το είδα να εκτίθεται σε ένα μεγάλο Διεθνές Συνέδριο για την Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας και Γραφής που έγινε τον Οκτώβριο του 1996 στη Γερμανία (Ohlstadt της Βαυαρίας) στο οποίο έλαβα μέρος ως εισηγητής. Αυτό σημαίνει ότι η συγγραφέας του βιβλίου και ο εκδοτικός οίκος που το διακινεί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι εκτίθενται ανεπανόρθωτα και συγχρόνως εκθέτουν και τη χώρα μας, αφού διερωτάται κανείς εύλογα πώς είναι δυνατόν να κυκλοφορεί στην Ελλάδα του 2000 ένα τέτοιο απαράδεκτο βιβλίο, το οποίο είναι διαποτισμένο από εθνικιστικές και ρατσιστικές ιδέες, διανθισμένες με κενολογίες και ρητορικό στόμφο. Αν η Ελληνική γλώσσα έχει τέτοιους υπερασπιστές και φίλους, διερωτώμαι τι τους χρειάζεται τους εχθρούς.
Σε μια εποχή που οι λαοί νιώθουν την ανάγκη να έρθει ο ένας πιο κοντά στον άλλο, ιδιαίτερα στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, σεβόμενοι τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους, γίνονται ακόμα πιο αισθητές οι παραφωνίες του απομονωτισμού. Στόχος του κρινόμενου εδώ βιβλίου είναι η χιμαιρική «επανελλήνισις της οικουμένης» (βλ. σ. 22), με σαφή συνυποδήλωση ότι οι άλλοι λαοί είναι «βάρβαροι» και χρειάζονται τον πολιτισμό και τα φώτα μας. Αυτή η «θεοποίηση» της Ελληνικής γλώσσας (βλ. στη σ. 32 την αναφορά στο «θεϊκό οικοδομικό υλικό» που είναι ο Λυκαβηττός!) και η συνειδητή υποβάθμιση όλων των άλλων γλωσσών, δεν οδηγεί παρά στην «περιθωριοποίηση» όσων σκέπτονται τόσο αλαζονικά για τη γλώσσα τους. Η ακόλουθη διατύπωση είναι ενδεικτική της νοοτροπίας που διακατέχει ολόκληρο το βιβλίο: «Η ελληνική παρέχει λέξεις υψηλών διανοημάτων και ενδύει λεκτικά τις αφηρημένες έννοιες. Επιγραμματικά: Είναι η γλώσσα του πολιτισμού» (σ. 23). Η ελληνική γλώσσα αναγνωρίζεται δικαίως από ξένους ερευνητές, αλλά και από το ευρύτερο μορφωμένο κοινό, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ως μια από τις σημαντικότερες πολιτισμικές γλώσσες. Ο ισχυρισμός όμως ότι είναι η μοναδική γλώσσα του πολιτισμού (βλ. στην παραπάνω διατύπωση την εμφατική χρήση του οριστικού άρθρου) δείχνει κουφόνοια και αμετροέπεια ουκ ολίγη.
Δεν διστάζει μάλιστα η συγγραφέας, για δημιουργία εντυπώσεων, να πετάξει στους αφελείς και ανίδεους ( στους οποίους ασφαλώς απευθύνεται το βιβλίο ) απίστευτες πομφόλυγες του τύπου: «Τα ποτάμια και τα ρυάκια...» διαμόρφωσαν «την ήπια, εύκαμπτη, πολύμορφη, μελωδική, γεμάτη φωνήεντα και ποικιλία εκφράσεων, ελληνική γλώσσα» (σ. 17). Υποστηρίζει ακόμα, στην ίδια σελίδα, ότι η γλώσσα μας είναι «... ικανή να μιμηθή παντοειδείς ήχους, κάτι που δεν συμβαίνει με όλες τις γλώσσες. Οι Άραβες λ.χ. δεν έχουν «π». Οι Ρώσοι δεν έχουν «θ». Oι Κινέζοι δεν έχουν «ρ». Αδυνατούν ακόμα και να τα προφέρουν». Το παρατιθέμενο απόσπασμα επιδιώκει να υποβάλει στον αναγνώστη την ιδέα ότι οι παραπάνω γλώσσες μειονεκτούν έναντι της Ελληνικής. Όμως, αν η κ. Τζιροπούλου (εφεξής κ. Τζ.) έκανε τον κόπο να ξεφυλλίσει απλώς ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο για τις γλώσσες αυτές, θα έβλεπε ότι κάθε άλλο παρά υστερούν. Tι θα πει ότι οι Ρώσοι δεν έχουν «θ»; Γνωρίζει άραγε ότι χρησιμοποιούν πολλά συριστικά σύμφωνα και συμφωνικά συμπλέγματα και μια σειρά από ουρανικοποιημένα και μη ουρανικοποιημένα σύμφωνα; Η Αραβική περιέχει μερικούς λαρυγγικούς φθόγγους (φαρυγγικά και γλωττιδικά τριβόμενα σύμφωνα) και ένα σημαντικό αριθμό Τριβόμενων υπερωικών συμφώνων τα οποία είναι άγνωστα στην Ελληνική, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε για την ποιότητα ή την αξία των δύο γλωσσών. Και η Κινεζική διαθέτει από 4 ως 9 (ανάλογα με τη διάλεκτο) διαφορετικούς μουσικούς τόνους. Τέτοιου είδους συγκρίσεις είναι απαράδεκτες. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο για να δει την πληθώρα των φθόγγων (και όχι «ήχων», όπως αφελώς γράφει η κ. Τζ.) που υπάρχουν στις ανθρώπινες γλώσσες, για να αντιληφθεί ότι δεν κρίνεται η υπεροχή μιας οποιασδήποτε γλώσσας στο φωνητικό -φωνολογικό επίπεδο. Η κ. Τζ. είναι τόσο καλά ενημερωμένη στις σύγχρονες φωνολογικές θεωρίες που καταφεύγει στον Κρατύλο του Πλάτωνα (414, C) για να εξηγήσει, όπως λέγει (σ. 26), «τον διαφορετικό τρόπο απόδοσης των ήχων», τονίζοντας ότι «εξαρτάται από τη στοματική κοιλότητα, τις φωνητικές χορδές και τον τρόπο αναπνοής, χωρίς να παραβλέψουμε την σύμφυτη διακύμανση κάποιας μουσικής τονικότητας ...».
Για να δείξει την εξάρτηση όλων των ανθρώπινων γλωσσών από την Ελληνική, η συγγρ. αυτού του παράλογου βιβλίου διατείνεται ότι «Έχει γίνει κοινώς παραδεκτό και συνεχώς ακούγεται όλο και πιο συχνά, στα σχετικά παγκόσμια γλωσσολογικά και άλλα συνέδρια, ότι η γλώσσα μας είναι ο συνδετικός κρίκος με όλες σχεδόν τις γνωστές γλώσσες, λατινικές, αγγλοσαξωνικές, σκανδιναυικές, σλαβικές, ανατολικές, ινδικές κ.λπ. κ.λπ.» (σ. 45). Σ’ αυτή τη διατύπωση βλέπουμε την αποθέωση της παραπλανητικής χρήσης της γλώσσας, την προσπάθεια χειραγώγησης και επιβολής μιας άποψης, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Στη συνέχεια δεν υπάρχει καμιά απάντηση στα ερωτήματα: «Από ποιους έχει γίνει κοινώς παραδεκτό»; «Ποια είναι αυτά τα παγκόσμια γλωσσολογικά και άλλα συνέδρια» στα οποία έγιναν δεκτές αυτές οι αντιεπιστημονικές και σοβινιστικές θέσεις; Πληροφορούμαστε ακόμα (σ. 48) ότι «ο καθηγητής Humbol είναι βέβαιος ότι οι Ίνκας μιλούσαν ελληνικά». Δεν ξέρω ποιος είναι ο κ. Humbol, η ευθύνη όμως για τέτοια ανιστόρητα πράγματα βαρύνει εξίσου και αυτόν που τα παραθέτει και τα αποδέχεται. Όπως θα δούμε πιο κάτω, συχνά η κ. Τζ. επικαλείται γνώμες «ειδικών» κατά τρόπο παραπλανητικό. Μέσα σ’ αυτή την παραζάλη δεν με εκπλήσσει το γεγονός ότι η συγγρ. αποφαίνεται επιγραμματικά: «Λύεται και το “μυστήριο” γύρω από την Βασκική γλώσσα» (σ. 49). Με τη φόρα που έχει πάρει εξηγούνται ιλαροτραγικά και οι αφελείς υπεργενικευτικές τοποθετήσεις της κ. Τζ. που καταφέρνει σε κάθε σελίδα του βιβλίου της να μας αφήνει ενεούς: «Όλα εξηγούνται» ( σ. 28). «Μιμήθηκαν οι πάντες τα πάντα» (σ. 37). Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια των «αυταπόδεικτων παραλογισμών» παραθέτω απλώς, χωρίς κανένα σχόλιο ένα ακόμα καταπληκτικό (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) συμπέρασμα (βλ. σ. 40): «Είναι πλέον αυταπόδεικτο ότι η σανσκριτική γλώσσα δεν είναι τόσο αρχαία όσο θα χρειαζόταν για να της αποδοθή η μητρότης της ελληνικής. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, πράγμα που το παραδέχονται οι Ινδοί και μάλιστα υπερηφανεύονται γι’ αυτό». Μπράβο λοιπόν, στα εκατομμύρια των Ινδών που υπερηφανεύονται για την καταγωγή της γλώσσας τους από την Ελληνική. Ευτυχώς που δεν παίρνει κανείς στα σοβαρά αυτές τις φαιδρότητες, διαφορετικά θα μπορούσε να δημιουργηθεί τεράστιο διπλωματικό θέμα.
Μετά απ’ αυτά, δεν εκπλήσσεται κανείς, όταν η κ. Τζ. προσπαθεί να υποβαθμίσει την αξία της Λατινικής (μιας σπουδαίας πολιτισμικής γλώσσας, μέσω της οποίας έφτασαν στις σύγχρονες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες χιλιάδες αρχαίες ελληνικές λέξεις) με το να παραθέτει γνώμες οι οποίες επιβεβαιώνουν δήθεν ότι «η λατινική είναι μία αιολική διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας» (σ. 32). Αν είχε διαβάσει η κ. Τζ. το υπέροχο βιβλίο του ακαδημαϊκού Ν. Χρ. Κονομή, Από την Ιστορία της λατινικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1993, δεν θα αποτολμούσε ίσως τέτοιες αλχημικές προσπάθειες μείωσης της σημασίας της Λατινικής ως αυτοτελούς ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Η ελιτίστικη αντίληψη για τη γλώσσα διαφαίνεται στην ακόλουθη διατύπωση, η οποία και πάλι αποσκοπεί στη μείωση της αξίας των λατινικών γλωσσών» (σ. 27): «.Οι λεγόμενες λατινικές γλώσσες εξελίχθηκαν σε μεγάλο μέρος από την τραχειά λαϊκή λατινική (latin vulgaire) την οποία διέδωσαν στις επαρχίες όχι φιλόλογοι ή ποιηταί, αλλά στρατιώτες, έμποροι, ταξιδιώτες, ναυτικοί, που προσάρμοσαν στον δικό τους προφορικό και γραπτό λόγο, τα αλλότρια ονόματα». Τη γλώσσα δεν την διαμορφώνουν τελικά ούτε οι φιλόλογοι, ούτε οι ποιητές, αλλά ο απλός λαός, τον οποίο φαίνεται από τη διατύπωση αυτή να περιφρονεί η κυρία φιλόλογος.
Η κ. Τζ. πιστεύει ότι ακούει «τους τριγμούς της καταρρεύσεως του σαθρού οικοδομήματος της λεγόμενης ‘ινδοευρωπαϊκής’ θεωρίας» (σ. 32 κ.ε.), αλλά, καθώς έχει άγνοια των βασικών μηχανισμών λειτουργίας της γλώσσας και της επαφής των γλωσσών, δεν καταλαβαίνει ότι η πεποίθηση για την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτόγλωσσας ή πρωτογλώσσας δεν αποτελεί αποκύημα της φαντασίας των επιστημόνων, αλλά στηρίζεται – με βάση τα σημερινά τουλάχιστον επιστημονικά δεδομένα – στις συστηματικές φωνολογικές ομοιότητες και διαφορές μιας σειράς γλωσσών, οι οποίες αποτέλεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα είδος «γλωσσικού συνδέσμου», για να ακολουθήσει αργότερα κάθε μια το δικό της δρόμο. Μερικοί ερευνητές έχουν πράγματι αρνηθεί την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας, ανάμεσα στους οποίους και ο περίφημος Ν. Trubetzkoy, ο οποίος αμφισβήτησε την αρχική κοιτίδα των ινδοευρωπαίων με το σκεπτικό ότι φυλές και λαοί δεν αυξάνονται μόνο με πολλαπλασιασμό, καθώς διδάσκει η πείρα, αλλά και με την ένωση διαφόρων ομάδων. Όπως όμως τόνισε ο Α. Nehring, οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες παρουσιάζουν πολλές φορές ομοιότητες στις ρίζες των λέξεων οι οποίες έλαβαν στις διάφορες γλώσσες διαφορετικά επιθήματα. Η θεωρία του Trubetzkoy καταρρίπτεται με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν δάνεια ριζών. Η άγνοια της πλούσιας σχετικής ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας οδηγεί την κ. Τζ. σε υπεραπλουστεύσεις και αφοριστικές διατυπώσεις οι οποίες δεν έχουν θέση στην επιστήμη. Και στο πρόσφατο (1996) συνέδριο στην πόλη Ohlstadt της Βαυαρίας τριάντα κορυφαίοι ερευνητές από ολόκληρο τον κόσμο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία διαθέτει ισχυρότατα επιστημονικά ερείσματα τα οποία δεν μπορούν να κλονιστούν τόσο εύκολα.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ
ΑΣΥΛΛΗΠΤΕΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον ευρωπαϊκό λόγο, 2 τόμοι, Αθήνα 1995 : Νέα θέσις, σσ. 588
Όταν έπεσε στα χέρια μου το παραπάνω βιβλίο της φιλολόγου καθηγήτριας κ. Άννας Τζιροπούλου-Ευσταθίου, ομολογώ ότι μου προκάλεσε θυμηδία, καθώς διαπίστωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι είναι γεμάτο από ανεύθυνους λογισμούς, παραλογισμούς και αντιεπιστημονικές θέσεις, οι οποίες δεν αξίζουν καν αντίκρουσης. Ο λόγος για τον οποίο έκρινα σκόπιμο να ασχοληθώ με το έργο αυτό είναι ότι το είδα να εκτίθεται σε ένα μεγάλο Διεθνές Συνέδριο για την Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας και Γραφής που έγινε τον Οκτώβριο του 1996 στη Γερμανία (Ohlstadt της Βαυαρίας) στο οποίο έλαβα μέρος ως εισηγητής. Αυτό σημαίνει ότι η συγγραφέας του βιβλίου και ο εκδοτικός οίκος που το διακινεί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι εκτίθενται ανεπανόρθωτα και συγχρόνως εκθέτουν και τη χώρα μας, αφού διερωτάται κανείς εύλογα πώς είναι δυνατόν να κυκλοφορεί στην Ελλάδα του 2000 ένα τέτοιο απαράδεκτο βιβλίο, το οποίο είναι διαποτισμένο από εθνικιστικές και ρατσιστικές ιδέες, διανθισμένες με κενολογίες και ρητορικό στόμφο. Αν η Ελληνική γλώσσα έχει τέτοιους υπερασπιστές και φίλους, διερωτώμαι τι τους χρειάζεται τους εχθρούς.
Σε μια εποχή που οι λαοί νιώθουν την ανάγκη να έρθει ο ένας πιο κοντά στον άλλο, ιδιαίτερα στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης, σεβόμενοι τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους, γίνονται ακόμα πιο αισθητές οι παραφωνίες του απομονωτισμού. Στόχος του κρινόμενου εδώ βιβλίου είναι η χιμαιρική «επανελλήνισις της οικουμένης» (βλ. σ. 22), με σαφή συνυποδήλωση ότι οι άλλοι λαοί είναι «βάρβαροι» και χρειάζονται τον πολιτισμό και τα φώτα μας. Αυτή η «θεοποίηση» της Ελληνικής γλώσσας (βλ. στη σ. 32 την αναφορά στο «θεϊκό οικοδομικό υλικό» που είναι ο Λυκαβηττός!) και η συνειδητή υποβάθμιση όλων των άλλων γλωσσών, δεν οδηγεί παρά στην «περιθωριοποίηση» όσων σκέπτονται τόσο αλαζονικά για τη γλώσσα τους. Η ακόλουθη διατύπωση είναι ενδεικτική της νοοτροπίας που διακατέχει ολόκληρο το βιβλίο: «Η ελληνική παρέχει λέξεις υψηλών διανοημάτων και ενδύει λεκτικά τις αφηρημένες έννοιες. Επιγραμματικά: Είναι η γλώσσα του πολιτισμού» (σ. 23). Η ελληνική γλώσσα αναγνωρίζεται δικαίως από ξένους ερευνητές, αλλά και από το ευρύτερο μορφωμένο κοινό, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ως μια από τις σημαντικότερες πολιτισμικές γλώσσες. Ο ισχυρισμός όμως ότι είναι η μοναδική γλώσσα του πολιτισμού (βλ. στην παραπάνω διατύπωση την εμφατική χρήση του οριστικού άρθρου) δείχνει κουφόνοια και αμετροέπεια ουκ ολίγη.
Δεν διστάζει μάλιστα η συγγραφέας, για δημιουργία εντυπώσεων, να πετάξει στους αφελείς και ανίδεους ( στους οποίους ασφαλώς απευθύνεται το βιβλίο ) απίστευτες πομφόλυγες του τύπου: «Τα ποτάμια και τα ρυάκια...» διαμόρφωσαν «την ήπια, εύκαμπτη, πολύμορφη, μελωδική, γεμάτη φωνήεντα και ποικιλία εκφράσεων, ελληνική γλώσσα» (σ. 17). Υποστηρίζει ακόμα, στην ίδια σελίδα, ότι η γλώσσα μας είναι «... ικανή να μιμηθή παντοειδείς ήχους, κάτι που δεν συμβαίνει με όλες τις γλώσσες. Οι Άραβες λ.χ. δεν έχουν «π». Οι Ρώσοι δεν έχουν «θ». Oι Κινέζοι δεν έχουν «ρ». Αδυνατούν ακόμα και να τα προφέρουν». Το παρατιθέμενο απόσπασμα επιδιώκει να υποβάλει στον αναγνώστη την ιδέα ότι οι παραπάνω γλώσσες μειονεκτούν έναντι της Ελληνικής. Όμως, αν η κ. Τζιροπούλου (εφεξής κ. Τζ.) έκανε τον κόπο να ξεφυλλίσει απλώς ένα εισαγωγικό εγχειρίδιο για τις γλώσσες αυτές, θα έβλεπε ότι κάθε άλλο παρά υστερούν. Tι θα πει ότι οι Ρώσοι δεν έχουν «θ»; Γνωρίζει άραγε ότι χρησιμοποιούν πολλά συριστικά σύμφωνα και συμφωνικά συμπλέγματα και μια σειρά από ουρανικοποιημένα και μη ουρανικοποιημένα σύμφωνα; Η Αραβική περιέχει μερικούς λαρυγγικούς φθόγγους (φαρυγγικά και γλωττιδικά τριβόμενα σύμφωνα) και ένα σημαντικό αριθμό Τριβόμενων υπερωικών συμφώνων τα οποία είναι άγνωστα στην Ελληνική, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε για την ποιότητα ή την αξία των δύο γλωσσών. Και η Κινεζική διαθέτει από 4 ως 9 (ανάλογα με τη διάλεκτο) διαφορετικούς μουσικούς τόνους. Τέτοιου είδους συγκρίσεις είναι απαράδεκτες. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο για να δει την πληθώρα των φθόγγων (και όχι «ήχων», όπως αφελώς γράφει η κ. Τζ.) που υπάρχουν στις ανθρώπινες γλώσσες, για να αντιληφθεί ότι δεν κρίνεται η υπεροχή μιας οποιασδήποτε γλώσσας στο φωνητικό -φωνολογικό επίπεδο. Η κ. Τζ. είναι τόσο καλά ενημερωμένη στις σύγχρονες φωνολογικές θεωρίες που καταφεύγει στον Κρατύλο του Πλάτωνα (414, C) για να εξηγήσει, όπως λέγει (σ. 26), «τον διαφορετικό τρόπο απόδοσης των ήχων», τονίζοντας ότι «εξαρτάται από τη στοματική κοιλότητα, τις φωνητικές χορδές και τον τρόπο αναπνοής, χωρίς να παραβλέψουμε την σύμφυτη διακύμανση κάποιας μουσικής τονικότητας ...».
Για να δείξει την εξάρτηση όλων των ανθρώπινων γλωσσών από την Ελληνική, η συγγρ. αυτού του παράλογου βιβλίου διατείνεται ότι «Έχει γίνει κοινώς παραδεκτό και συνεχώς ακούγεται όλο και πιο συχνά, στα σχετικά παγκόσμια γλωσσολογικά και άλλα συνέδρια, ότι η γλώσσα μας είναι ο συνδετικός κρίκος με όλες σχεδόν τις γνωστές γλώσσες, λατινικές, αγγλοσαξωνικές, σκανδιναυικές, σλαβικές, ανατολικές, ινδικές κ.λπ. κ.λπ.» (σ. 45). Σ’ αυτή τη διατύπωση βλέπουμε την αποθέωση της παραπλανητικής χρήσης της γλώσσας, την προσπάθεια χειραγώγησης και επιβολής μιας άποψης, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Στη συνέχεια δεν υπάρχει καμιά απάντηση στα ερωτήματα: «Από ποιους έχει γίνει κοινώς παραδεκτό»; «Ποια είναι αυτά τα παγκόσμια γλωσσολογικά και άλλα συνέδρια» στα οποία έγιναν δεκτές αυτές οι αντιεπιστημονικές και σοβινιστικές θέσεις; Πληροφορούμαστε ακόμα (σ. 48) ότι «ο καθηγητής Humbol είναι βέβαιος ότι οι Ίνκας μιλούσαν ελληνικά». Δεν ξέρω ποιος είναι ο κ. Humbol, η ευθύνη όμως για τέτοια ανιστόρητα πράγματα βαρύνει εξίσου και αυτόν που τα παραθέτει και τα αποδέχεται. Όπως θα δούμε πιο κάτω, συχνά η κ. Τζ. επικαλείται γνώμες «ειδικών» κατά τρόπο παραπλανητικό. Μέσα σ’ αυτή την παραζάλη δεν με εκπλήσσει το γεγονός ότι η συγγρ. αποφαίνεται επιγραμματικά: «Λύεται και το “μυστήριο” γύρω από την Βασκική γλώσσα» (σ. 49). Με τη φόρα που έχει πάρει εξηγούνται ιλαροτραγικά και οι αφελείς υπεργενικευτικές τοποθετήσεις της κ. Τζ. που καταφέρνει σε κάθε σελίδα του βιβλίου της να μας αφήνει ενεούς: «Όλα εξηγούνται» ( σ. 28). «Μιμήθηκαν οι πάντες τα πάντα» (σ. 37). Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια των «αυταπόδεικτων παραλογισμών» παραθέτω απλώς, χωρίς κανένα σχόλιο ένα ακόμα καταπληκτικό (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) συμπέρασμα (βλ. σ. 40): «Είναι πλέον αυταπόδεικτο ότι η σανσκριτική γλώσσα δεν είναι τόσο αρχαία όσο θα χρειαζόταν για να της αποδοθή η μητρότης της ελληνικής. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, πράγμα που το παραδέχονται οι Ινδοί και μάλιστα υπερηφανεύονται γι’ αυτό». Μπράβο λοιπόν, στα εκατομμύρια των Ινδών που υπερηφανεύονται για την καταγωγή της γλώσσας τους από την Ελληνική. Ευτυχώς που δεν παίρνει κανείς στα σοβαρά αυτές τις φαιδρότητες, διαφορετικά θα μπορούσε να δημιουργηθεί τεράστιο διπλωματικό θέμα.
Μετά απ’ αυτά, δεν εκπλήσσεται κανείς, όταν η κ. Τζ. προσπαθεί να υποβαθμίσει την αξία της Λατινικής (μιας σπουδαίας πολιτισμικής γλώσσας, μέσω της οποίας έφτασαν στις σύγχρονες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες χιλιάδες αρχαίες ελληνικές λέξεις) με το να παραθέτει γνώμες οι οποίες επιβεβαιώνουν δήθεν ότι «η λατινική είναι μία αιολική διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας» (σ. 32). Αν είχε διαβάσει η κ. Τζ. το υπέροχο βιβλίο του ακαδημαϊκού Ν. Χρ. Κονομή, Από την Ιστορία της λατινικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1993, δεν θα αποτολμούσε ίσως τέτοιες αλχημικές προσπάθειες μείωσης της σημασίας της Λατινικής ως αυτοτελούς ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Η ελιτίστικη αντίληψη για τη γλώσσα διαφαίνεται στην ακόλουθη διατύπωση, η οποία και πάλι αποσκοπεί στη μείωση της αξίας των λατινικών γλωσσών» (σ. 27): «.Οι λεγόμενες λατινικές γλώσσες εξελίχθηκαν σε μεγάλο μέρος από την τραχειά λαϊκή λατινική (latin vulgaire) την οποία διέδωσαν στις επαρχίες όχι φιλόλογοι ή ποιηταί, αλλά στρατιώτες, έμποροι, ταξιδιώτες, ναυτικοί, που προσάρμοσαν στον δικό τους προφορικό και γραπτό λόγο, τα αλλότρια ονόματα». Τη γλώσσα δεν την διαμορφώνουν τελικά ούτε οι φιλόλογοι, ούτε οι ποιητές, αλλά ο απλός λαός, τον οποίο φαίνεται από τη διατύπωση αυτή να περιφρονεί η κυρία φιλόλογος.
Η κ. Τζ. πιστεύει ότι ακούει «τους τριγμούς της καταρρεύσεως του σαθρού οικοδομήματος της λεγόμενης ‘ινδοευρωπαϊκής’ θεωρίας» (σ. 32 κ.ε.), αλλά, καθώς έχει άγνοια των βασικών μηχανισμών λειτουργίας της γλώσσας και της επαφής των γλωσσών, δεν καταλαβαίνει ότι η πεποίθηση για την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτόγλωσσας ή πρωτογλώσσας δεν αποτελεί αποκύημα της φαντασίας των επιστημόνων, αλλά στηρίζεται – με βάση τα σημερινά τουλάχιστον επιστημονικά δεδομένα – στις συστηματικές φωνολογικές ομοιότητες και διαφορές μιας σειράς γλωσσών, οι οποίες αποτέλεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα είδος «γλωσσικού συνδέσμου», για να ακολουθήσει αργότερα κάθε μια το δικό της δρόμο. Μερικοί ερευνητές έχουν πράγματι αρνηθεί την ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας, ανάμεσα στους οποίους και ο περίφημος Ν. Trubetzkoy, ο οποίος αμφισβήτησε την αρχική κοιτίδα των ινδοευρωπαίων με το σκεπτικό ότι φυλές και λαοί δεν αυξάνονται μόνο με πολλαπλασιασμό, καθώς διδάσκει η πείρα, αλλά και με την ένωση διαφόρων ομάδων. Όπως όμως τόνισε ο Α. Nehring, οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες παρουσιάζουν πολλές φορές ομοιότητες στις ρίζες των λέξεων οι οποίες έλαβαν στις διάφορες γλώσσες διαφορετικά επιθήματα. Η θεωρία του Trubetzkoy καταρρίπτεται με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν δάνεια ριζών. Η άγνοια της πλούσιας σχετικής ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας οδηγεί την κ. Τζ. σε υπεραπλουστεύσεις και αφοριστικές διατυπώσεις οι οποίες δεν έχουν θέση στην επιστήμη. Και στο πρόσφατο (1996) συνέδριο στην πόλη Ohlstadt της Βαυαρίας τριάντα κορυφαίοι ερευνητές από ολόκληρο τον κόσμο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία διαθέτει ισχυρότατα επιστημονικά ερείσματα τα οποία δεν μπορούν να κλονιστούν τόσο εύκολα.
(Συνεχίζεται στο επόμενο)