Επειδή η συζήτηση διανθίζεται από άλλα, άσχετα με την ετυμολογία, στοιχεία («καταπνίγεται από αυτά» θα έπρεπε καλύτερα να πω), ας κάνω μιαν απόπειρα να συνοψίσω:
Ι.
Υπάρχει στα νέα ελληνικά η λέξη
τσόλι και
τσούλι, που σημαίνει σκληρό, τραχύ, ευτελές ύφασμα που χρησιμοποιείται σε βαριές δουλειές, άρα συνήθως ακάθαρτο και βδελυρό (βλ.
εδώ).
Τα λεξικά της νέας ελληνικής (ομόφωνα) την ετυμολογούν από το τουρκικό
τσουλ, που έχει παραπλήσια έννοια.
Η λέξη
τσολιάς θεωρείται παράγωγο της λέξης
τσόλι:
τσολιάς είναι αυτός που σχετίζεται με το τσόλι/ τα τσόλια επειδή τα φορά.
Η λέξη αποκτά έντονο υποτιμητικό χρώμα (βλ. παραπάνω τη χρήση του «παλιοτσολιάς», και
εδώ)...
... έως ότου συνδέεται με τους φουστανελοφόρους ατάκτους, πριν και μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, οι οποίοι περιβάλλονται από αίγλη (παρότι —ή ίσως και επειδή— δεν τηρούν την καθαριότητα του πολιτισμένου), την οποία και της μεταδίδουν («φουστανέλα λερή, ποιος λεβέντης τη φορεί»).
Η σημασία με τον καιρό περιορίζεται μόνο στον φουστανελοφόρο μαχητή των εθνικών αγώνων και η λέξη
τσολιάς αποκτά έτσι αυξημένο συναισθηματικό περιεχόμενο και γίνεται μέρος του εθνικού συμβολιστικού θησαυρού.
Αυτή είναι η
επικρατούσα σήμερα θεωρία περί της προέλευσης και της ιστορίας της λέξης
τσολιάς. Το ότι πρόκειται για αρχικό τουρκικό δάνειο ακούγεται καταρχήν εύλογο, μια και τα δάνεια της νέας ελληνικής από την τουρκική είναι πολλά, λόγω της πολύχρονης συμβίωσης των δύο γλωσσών.
Όποιος προτείνει άλλη θεωρία για την πρόελευση της λέξης
τσόλι (όχι για την προέλευση του
τσολιάς —πρώτα πρέπει να ετυμολογηθεί το
τσόλι και έπειτα ο
τσολιάς) φέρει το βάρος της αποδείξεως.
Έτσι γίνεται σε μια συζήτηση με επιχειρηματολογία στη βάση της λογικής.
ΙΙ.
Το να ανακαλύπτουμε ομόηχες λέξεις σε γλώσσες που απέχουν γεωγραφικά, πολιτιστικά και ιστορικά όσο η μια γωνιά του πλανήτη από την άλλη και να τις συνδέουμε ως σχέση γεννήτορα-γεννήματος δεν είναι σήμερα αποδεκτό. Χρειάζεται (α) αποδεκτή γλωσσολογική σχέση, και (β) αποδεκτός ιστορικός σύνδεσμος.
Όποιος υποστηρίζει ότι μια λέξη
λατινοαμερικανική (όχι λατινική), με απώτερη καταγωγή από ιθαγενή γλώσσα της Αμερικής, που σημαίνει καταρχήν τον
μιγάδα και κατά συνεκδοχή, υβριστικά, τον
σκύλο, έφτασε να σημαίνει στη νέα ελληνική τον περιβαλλόμενο από εθνική αίγλη φουστανελοφόρο ένοπλο οφείλει να προσκομίσει ισχυρές, πειστικές αποδείξεις για τη διαδρομή από τις περουβιανές φυτείες των αποικιοκρατών στις οροσειρές της νότιας Βαλκανικής. Ειδάλλως το παιχνίδι είναι εύκολο —θα μπορούσα κι εγώ να ανακαλύψω κάποια ομόηχη λέξη στις γλώσσες των Μαορί ή των Τσουβάσων, αλλά έως ότου αποκαταστήσω κάποιον αληθοφανή ιστορικό σύνδεσμο με τη νεοελληνική πραγματικότητα, η πρότασή μου θα παραμείνει ένα αστείο παιχνίδι.
ΙΙΙ.
Η επίκληση μιας βενετσιάνικης διαλεκτικής μορφής μιας όχι πολύ συνηθισμένης ιταλικής λέξης αδυνατίζει τον ισχυρισμό περί λατινοαμερικανικής καταγωγής και περιπλέκει τα πράγματα. Τι από τα δύο ισχύει: η λατινοαμερικανική καταγωγή ή η βενετσιάνικη;
(Θυμίζω ότι η λέξη ciòli είναι διαλεκτική παραλλαγή μιας αρχικά δεικτικής αντωνυμίας (
ciò) και σημαίνει περίπου «τούτο εδώ». Τι σχέση μπορεί να έχει τούτο εδώ (ciòli) με τον τσολιά αδυνατώ να καταλάβω).