Δεν επηρέαζε αυτό, ούτε και σήμερα επηρεάζει, την καθημερινά ομιλούμενη γλώσσα, και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι πέρασε στη γραφή.
Κυττάξτε, έχουμε διαφωνία.
Θεωρώ ότι οι ποιητές, κυρίως στην αρχαία Ελλάδα, είναι και δημιουργοί και διαμορφωτές της γλώσσας διότι, δεν τη μεταβάλλουν με μοναδικό σκοπό την καινοτομία και την αυταρέσκεια αλλά τη διαχρονική αναγνωρισιμότητα.
Γιατί, διαχρονικά, οι ποιητές χειρίζονται τη γλώσσα με προσπάθεια για τη γλώσσα (να μη δυσαρεστήσουν τους συγχρόνους τους) και ηθικό χρέος (να σεβαστούν τη γλώσσα των προγενέστερων γιατί δε θέλουν με εκείνα που θα γράψουν να στερηθούν τον πλούτο του λόγου εκείνων). Παίρνουν δηλαδή το αρχικό ιδίωμα (λέξη της τοπικής διαλέκτου) και δημιουργούν νέες λέξεις ή το μετασχηματίζουν με σεβασμό στο ίδιο το ιδίωμα.
Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το ουσιώδες στην "ποιητική άδεια" δηλαδή η αναγνωρισιμότητα της διαδικασίας που παρέχει στους ποιητές το δικαίωμα να δημιουργούν λέξεις ή να μετασχηματίζουν το ιδίωμα.
Φυσικά, όλες οι λέξεις που προκύπτουν από τους ποιητές δεν οικειοποιούνται στην καθημερινότητα του κοινού βίου. Όλες όμως εξετάζονται και ελέγχονται αν πληρούν τους κανόνες και μετά ενσωματώνονται στον πλούτο των ιδιωμάτων της επίσημης γλώσσας.
Θεωρείτε ότι θα έπρεπε να παρακολουθούμε τις συμβάσεις γραφής της τουρκικής;
Σε αυτό το ερώτημά σας θα σας παραθέσω απόσπασμα από το βιβλίο:
https://books.google.gr/books?id=NE...a=X&ei=5U0sVdD4C4zfPc_TgaAI&ved=0CFQQ6AEwCThQ
που με εκφράζει απόλυτα.
And yet it is strange with what firm resistance, not only the radical parts of words, but even single letters also, maintain themselves against the corroding influences of time and the power of change from whatever source.
Κοιτάξτε, πιστεύω ότι στο πρέσσα, πρεσσάρω, πρεσσάρισμα τα δύο "σ" πρέπει να μείνουν, για την κάθε στιγμή που κάποιοι χρήστες ελληνικής γλώσσας αναρρωτηθούν γιατί βρίσκονται εκεί. Να υπάρχει και τότε η ιχνιλασιμότητα προς την αρχαία ελληνική γλώσσα, για να μπορούν να ερευνήσουν και να κατανοήσουν καλύτερα τους αρχαίους έλληνες και ίσως να θελήσουν να τους μιμηθούν και να γίνουν και εκείνοι ποιητές, χωρίς να έχει ήδη απωλεστεί το δικαίωμά τους στην αναγνωρισιμότητα της διαδικασίας που χρησιμοποιούν, πως φτιάχνουν νέες ελληνικές λέξεις ή μετασχηματίζουν τα ιδιώματα.
Και επειδή, είναι γενικότερη η ανάγκη του ανθρώπου για απλοποίηση και ειδικά, στη γλώσσα η ανάγκη αυτή ενισχύεται από την ανάγκη να δανειζόμαστε ή να χρησιμοποιούμε λέξεις άλλων γλωσσών για να επικοινωνούμε ευκολότερα με τους άλλους, έτσι οδηγούμε σε ανεργία το ελληνικό ιδίωμα, σιγά- σιγά, ηθελημένα ή άθελα.
Τα τουρκικά πιστεύω ότι δεν είναι ιδιαίτερο πρόβλημα. Οι αραβικές ή οι ινδικές και κινέζικες λέξεις μου φαίνεται πιό δύσκολο να ενσωματωθούν στην ελληνική γλώσσα. Αυτό γιατί, η ελληνική γλώσσα έχει πάμπολες τουρκικές λέξεις που ενσωματώθηκαν με άνεση. Εύλογο, όσο αναλογίζομαι την οικειότητα του παππού και της γιαγιά μου με την τουρκική γλώσσα, όταν ήμουν παιδί και τους επισκεπτόμουν στα Άβδηρα.
Όμως γιατί, να γράψουμε στην ελληνική γλώσσα μια ξένη λέξη σ' ένα κείμενό μας; Από εκεί θα ξεκινήσω για να σπαντήσω στο ενδιαφέρον ερώτημα που μου θέσατε προσωπικά και μετά στο πως οφείλουμε να γράφουμε ξένες λέξεις στα ελληνικά κείμενά μας.
Πιστεύω ότι γράφουμε για να μοιραστούμε με άλλους ή να αποτυπώσουμε για λογαριασμό μας, στην μελλοντική στιγμή, τους ήχους που ακούμε (στα αυτιά μας, στο πνεύμα μας και στη ψυχή μας). Δανείζουμε τον ήχο μας στο μέλλον.
Και ότι η γλώσσα που μπορεί να αποδώσει με τη γραφή καλύτερα αυτόν τον ήχο είναι η αρχαία ελληνική.
Και αυτό, όχι τυχαία, αλλά γιατί, τότε έδιναν σημασία οι άνθρωποι σ' αυτό. Και εσείς συμφωνείτε, άλλωστε, στο ότι οι νεοέλληνες δε δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στον ήχο (την προφορά) όταν μιλάμε και κατά συνέπεια, σύμφωνα με την άποψή μου, όταν γράφουμε.
Αν λοιπόν πρέπει να αποτυπώσουμε με τη γραφή σ' κείμενό μας μια ξένη λέξη, δηλαδή έναν ξένο προς εμάς ήχο, η αρχαία ελληνική μάς βοηθάει καλύτερα γιατί γράφει τους ήχους-το νόημα των οποίων πριν τη γραφή έχουμε αποδεχτεί πως ταιριάζει στη γραπτή επικοινωνία μας- με ακρίβεια και πιστότητα πλησιέστερη στον ήχο που ακούμε.
Πρέπει όμως να ακούσουμε σωστά τον ήχο του άλλου και στη συνέχεια να τον αποτυπώσουμε με γνώμονα τους κανόνες γραφής της αρχαίας ελληνικής.
Δηλαδή πρώτα να φτιάξουμε τη λέξη ήχου που θα αποτελεί νέο ιδίωμα ελληνικής λέξης. Στη συνέχεια οι κανόνες ακόμη και της νεοελληνικής μας , βοηθούν κάθε λέξη και να κλιθεί και να συνδεθεί και να γίνει πηγή έμπνευσης νέων λέξεων.
Σημασία όμως δεν έχει τι πιστεύω αλλά πόσοι αναγνωρίζουν την άποψή μου πώς λέξεις σαν το "stress"και το "press"μεταφέρουν σιριστικό ήχο.
Και ότι, ο κανόνας διπλασιασμού δεν είναι για να γίνει πιο περίπλοκη η γραφή της λέξης, αλλά από μεράκι και μίμηση πράξης, ισότιμη με το μεράκι και τη μίμηση πράξης των αρχαίων ελλήνων και οφείλουμε να κουβαλά όλη την ελληνοβρετανική προσπάθεια εάν δανειστούν τη "στρεσογόνος". Και για να θελήσουν να τη δανειστούν πρέπει το "stresogonos" να τους θυμίζει και κάτι από το "stress". Πως αλλιώς δεν θα αλληλομπερδευόμαστε με τα δάνεια αν θα μας χρειαστεί στη συνέχεια σε δάνειο αυτή η νέα τους λέξη;
Σε τι θα διέφερε μια ανάλογη διαδικασία στην τουρκική ή άλλης γλώσσας λέξη;