Ελάμβανον πολλάκις αφορμήν να διέρχωμαι εκ Γραμμενοχωρίων ... Τα χωρία ταύτα, περί τα είκοσι, … άτινα διασπέιρονται κατά το το δυτικόν άκρον της μεγάλης πεδιάδος των Ιωαννίνων… ένεκα των πολλών της φύσεως αυτών καλλονών ωνομάσθησαν και Γραμμενοχώρια, καθότι η λέξις γραμμένο εν τω ηπειρωτικώ ιδιώματι σημαίνει τον επί καλλονή διακρινόμενον, τον γραφικόν, εξ ης αι φράσεις: γραμμένο παιδί, άγγελος γραμμένος, φρύδια γραμμένα, γραμμένο χωριό, ως ονομάζεται Γραμμένο το μεγαλύτερον και κεντρικώτερον εξ αυτών.
Κώστας Κρυστάλλης, «Γραμμενοχώρια», περιοδικό Εστία, 8 Μαΐου 1894, σ. 212 (το πήρα από τα Άπαντα, τ. 2, Ιωάννινα, 1948).
Και γουγλική τεκμηρίωση:
ρόιδο γραμμένο.
Αλλά αφού ο λόγος για μήλα και για αποχρώσεις, λέω να σας καλημερίσω με άλλου είδους αποχρώσεις, ποιητικές. Κανείς δεν μίλησε πιο αισθαντικά για μήλα από τη Σαπφώ:
Οίον το γλυκύμαλον ερεύθεται άκρω επ’ ύσδω
άκρον επ’ ακροτάτω, λελάθοντο δε μαλοδρόπηες,
ου μαν εκλελάθοντ’, αλλ’ ουκ εδύναντ’ επίκεσθαι.
Σαν το γλυκόμηλο που κοκκινίζει στης μηλιάς τ’ ακρόκλωνα,
σε μια άκρη ξέκλωνη κι οι καρπολόγοι της μηλιάς εκεί το ξέχασαν·
μη λες το ξέχασαν, μα να το φτάσουν δεν δυνήθηκαν.
(Επιθαλάμια, 60, μετάφρ. Γιάννης Δάλλας, Αρχαίοι λυρικοί, τόμ. Β: Μελικοί. Αθήνα: Άγρα, 2004, σ. 170-171).
Πολύ καλημέρα σας.