Γίνεται συζήτηση για αυτό το stage, το οποίο ανέφερε ο Ευαγγελάτος στην πρώτη τηλεμαχία (των έξι) σε ερώτησή του, προφέροντάς το «σταζ». Τον περιλάβανε διάφορα μπλογκ, τον κόντραρε κι ο Γιακουμάτος (κάποτε υφυπουργός απασχόλησης και ΟΑΕΔ) στην παρακάτω στιχομυθία που ξεσηκώνω από του Σαραντάκου
Η γαλλική λέξη stage (από παλιότερη estage, που έδωσε και το γαλλικό étage και το αγγλικό stage) σημαίνει:
(κατά Robert)
Είναι, δηλαδή, η πρακτική άσκηση και αυτό που ονομάστηκε πρόγραμμα απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας (stage de formation professionnelle), ενώ ο stagiaire είναι ο ασκούμενος, ο μαθητευόμενος, κάποιος που κάνει πρακτική άσκηση.
Το ότι δεν έχει σχέση με την αγγλική λ. stage φαίνεται με σαφήνεια στο γαλλοαγγλικό Robert:
Αρκετές πληροφορίες για σύγκριση υπάρχουν στη Wikipedia:
Γαλλικό stage
Αγγλικό internship (The European Commission operates a sizeable traineeship programme.)
Για τα κοινοτικά προγράμματα, εδώ:
Traineeships Office
Bureau des stages
(Φάση στον Αντένα)
Γιακουμάτος: «Στέιτζ».
Ευαγγελάτος: «Σταζ» είναι το σωστό. Κι εγώ «στέιτζ» το έλεγα αλλά μου είπαν ότι το σωστό είναι «σταζ» και το διόρθωσα.
Γιακουμάτος: Καλά, εσύ να το λες «σταζ», εγώ θα το λέω «στέιτζ».
Οπότε, τον άκουσαν, φαίνεται, τον Γιακουμάτο οι δύο (ΓΑΠ και ΚΑΚ) και στη δική τους τηλεμαχία της Τρίτης το πρόφεραν «στέιτζ» (εντάξει, δεν φημίζονται άλλωστε για τη γαλλομάθειά τους). Όμως:Γιακουμάτος: «Στέιτζ».
Ευαγγελάτος: «Σταζ» είναι το σωστό. Κι εγώ «στέιτζ» το έλεγα αλλά μου είπαν ότι το σωστό είναι «σταζ» και το διόρθωσα.
Γιακουμάτος: Καλά, εσύ να το λες «σταζ», εγώ θα το λέω «στέιτζ».
Η γαλλική λέξη stage (από παλιότερη estage, που έδωσε και το γαλλικό étage και το αγγλικό stage) σημαίνει:
(κατά Robert)
Mod. Période d’études pratiques imposée aux candidats à certaines professions libérales ou publiques. Stage pédagogique. Il «se proposait d’y faire son stage afin d’entrer dans la magistrature » (Balzac).
- Période de formation ou de perfectionnement dans un service d’une entreprise. Être en stage. Suivre, faire un stage. Stages de formation, de perfectionnement, de réinsertion. Stage qualifiant, diplômant*.
- Période de formation ou de perfectionnement dans un service d’une entreprise. Être en stage. Suivre, faire un stage. Stages de formation, de perfectionnement, de réinsertion. Stage qualifiant, diplômant*.
Είναι, δηλαδή, η πρακτική άσκηση και αυτό που ονομάστηκε πρόγραμμα απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας (stage de formation professionnelle), ενώ ο stagiaire είναι ο ασκούμενος, ο μαθητευόμενος, κάποιος που κάνει πρακτική άσκηση.
Το ότι δεν έχει σχέση με την αγγλική λ. stage φαίνεται με σαφήνεια στο γαλλοαγγλικό Robert:
stage nm
(= période) training period, internship (US), (= cours) training course
[+ avocat] articles
stage de perfectionnement advanced training course
stage de formation (professionnelle) vocational (training) course
stage en entreprise work experience scheme / placement
stage d’insertion (professionnelle) training scheme for the young unemployed to help them find work
stage de réinsertion retraining course
stage-parking* useless training course
stage d’initiation introductory course
stage pédagogique teaching practice
il a fait son stage chez Maître Legrand he did his articles in Mr Legrand’s practice / under Mr Legrand
faire ou suivre un stage to undergo a period of training, to go on a (training) course
faire un stage d’informatique to go on a computing course (sur son lieu de travail) to have in-service / in-house training in computing
stage ne se traduit pas par le mot anglais stage, qui a le sens de ‘étape’ ou ‘scène’.
(= période) training period, internship (US), (= cours) training course
[+ avocat] articles
stage de perfectionnement advanced training course
stage de formation (professionnelle) vocational (training) course
stage en entreprise work experience scheme / placement
stage d’insertion (professionnelle) training scheme for the young unemployed to help them find work
stage de réinsertion retraining course
stage-parking* useless training course
stage d’initiation introductory course
stage pédagogique teaching practice
il a fait son stage chez Maître Legrand he did his articles in Mr Legrand’s practice / under Mr Legrand
faire ou suivre un stage to undergo a period of training, to go on a (training) course
faire un stage d’informatique to go on a computing course (sur son lieu de travail) to have in-service / in-house training in computing
stage ne se traduit pas par le mot anglais stage, qui a le sens de ‘étape’ ou ‘scène’.
Αρκετές πληροφορίες για σύγκριση υπάρχουν στη Wikipedia:
Γαλλικό stage
Αγγλικό internship (The European Commission operates a sizeable traineeship programme.)
Για τα κοινοτικά προγράμματα, εδώ:
Traineeships Office
Bureau des stages