Πιάσε μερικά σκόρπια από τα ηλεσυρτάρια μου:
Ο Βησσαρίων ήταν που έσουρε μια μέρα το ελάφι του
Εθνικού Κήπου, μες στη μεγάλη πείνα της Κατοχής
-λύσσαξαν οι μπουραντάδες να βρουν τον ένοχο.
Αυτός το έσφαξε και το έφαγε σχεδόν όλο μονάχος
τουϊ λίγδωσε όμως τ' άντερό του και κατόπι το
μαρτύριο της πείνας ήταν χειρότερο από πριν.
Σ. Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, σ. 9-10
-------------------------------------------------------------------
τον λύσσαξαν στο ξύλο (στΒ1844)
-------------------------------------------------------------------
μαύρο φίδι θα τους φάη αν με πιάσ' η πρώτη λύσσα
Γ. Σουρής, Ο Ρωμηός, φ. 530, 2.12.1895, σ. 4
-------------------------------------------------------------------
Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ' το κακό της.
Της ήρθεν ευθύς να την πετάξη έξω, αφού την γδύση,
και να την αφήση με το πουκάμισο.
Παπαδιαμάντης, "Η αποσώστρα" <1905>, 'Απαντα, Τόμ.
Α', σ. 283
-------------------------------------------------------------------
6884 με πιάνει λύσσα
'Οταν σκέφτομαι πως έχασα γυναίκα και παιδί για να
μπορεί μια τσούλα σαν και τούτη να γεύεται τον
απαγορεμένο καρπό στην αποικία της Αυτού
Βρετανικής Μεγαλειότητας, με πιάνει λύσσα.
Σ. Τσίρκας, Η νυχτερίδα, σ.
-------------------------------------------------------------------
10341 γιατρός της λύσσας
= κομπογιαννίτης
Μαρία Δ. Σαμαρτζή, Παροιμίες και παροιμιώδεις
φράσεις, Λεσβιακή Παροικία, τ. 161 (1999), σ. 14
-------------------------------------------------------------------
<οι γάτοι> ούρλιαζαν με μίσος, λυσσασμένοι <...>
τους ακούγαμε να κυλιούνται μαλλιά κουβάρια στο
δώμα και να καταξεσκίζονται.
Καζαντζάκης, Αλέξης Ζορμπάς, σ. 160
-------------------------------------------------------------------
έφαγε τα λυσσακά του
: προσπάθησε με κάθε τρόπο να πετύχει κάτι. Η φρ.
ξεκίνησε από το άλογο που προσπαθεί απεγνωσμένα να
απαλλαγεί από το χαλινάρι, μασώντας τοϊ στην
προσπάθεια αυτή βγάζει αφρούς που λέγονται
λυσσακά, επειδή μοιάζουν με τους αφρούς του
λυσσασμένου σκύλου.
Πήγα στον Πειραιά, μέσα στην τρομοκρατία, ο
Μανιαδάκης είχε φάει τα λυσσακά του να με
τσιμπήσει
Σ. Τσίρκας, Αριάγνη, σ. 73
Η κυρα-Πηνελόπη έφαε τα λυσσιακά της, η κακομοίρα,
να σε ζητάει
<...> θαρρώ γυρίζει τα χωριά να σε βρει.
Ν.Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης, σ.
356
-------------------------------------------------------------------
9071 σαν λυσσασμένος
Η Κυβέλη τούς έβγαλε γλώσσα γερή. Τους έβρισε
μάλιστα ξεγυρισμένα κι όλοι τής πέσανε σα
λυσσαγμένοι και την κάνανε τόπι στο ξύλο, τόσο που
πια δεν μπόραγε να φέρει αντίρρηση.
Τ. Καζαντζής, Η παρέλαση, σ. 37
-------------------------------------------------------------------
Τον έρωτα ο Αντώνης τον πρωτογνώρισε με μια δούλα,
κοντόχοντρη και ζουμερή, εξ Αμοργού, να πούμε,
αλανιάρα και λυσσάρα του κερατά. Την είχανε σπίτι,
να πούμε, κι ένα βράδυ του έδειξε να της βάλει
χέρι και τ'άρεσε του μαύρου και... τέλος πάντων...
Τσιφόρος, Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, σ. 194
-------------------------------------------------------------------
-- Τι γαυγίζεις βρε; που να λυσσάξης! με την κακία
εσύ θα μείνεις, κακόμοιρε...
Παπαδιαμάντης, "Τ' αγγέλιασμα" <1905>, 'Απαντα,
Τόμ. Α', σ. 320
-------------------------------------------------------------------
7141 δεν του κάθεται (γυναίκα)
-- 'Εχεις μεγάλη κοιλιά. Γιαυτό θες να μας στην
Αθήνα.
<...> Γιατί δε σου κάθεται γυναίκα στην Τρίπολη κι
έχεις λυσσάξει.
Δ.Κεχαΐδης-Ελ.Χαβιαρά, Δάφνες και πικροδάφνες, σ.
19
-------------------------------------------------------------------
Τα πιο πολλά απ' αυτά <τα σκυλιά> είναι λυσσάρικα.
Κι αν κάνουνε πως σε δαγκώνουνε, κλάψε με, μάνα
μ', κλάψε με.
Μ. Λουντέμης, 'Ενα παιδί μετράει τ' άστρα, σ. 388
-------------------------------------------------------------------
...ήταν η κόρη της σπιτονοικοκυράς, ομορφούλα αυτή
και τρελά ερωτευμένη μ'έναν κουρέα της κεντρικής
πλατείας. Η μάνα της, μια στρίγκλα βλάχα, που όλο
μουρμούριζε, αντιδρούσε λυσσαλέα, δεν τους άφηνε
σε χλωρό κλαρί, και τα παιδιά δεν μπορούσαν να
χορταστούνε.
Ιωάννου, Η μόνη κληρονομιά, σ. 90