κατ' επάγγελμα

Βλέπω στο Νομικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, εκδόσεις Σάκκουλα, στο λήμμα "Έγκλημα αθροιστικό", σελ. 340-341, ότι

"Ως κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι δρα εκείνος που τελεί την πράξη με την πρόθεση να την επαναλάβει για να ποριστεί με τον τρόπο αυτό εισόδημα"


Η φράση μου δεν αναφέρεται σε εγκληματική πράξη, αλλά σε πράξεις που απαγορεύει το Καταστατικό.

Απαγορεύεται στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου [...] να ενεργούν κατ' επάγγελμα πράξεις που [...]

Πώς μεταφράζεται αυτό;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μα τι ελληνικά είναι αυτά; Καημένη Όλι!

Να ενεργούν ... πράξεις;;; Και κατ' επάγγελμα, όχι κατεπανάληψη ή εκ συστήματος; Μήπως εννοεί να μην ασκούν επάγγελμα που απαγορεύεται από το καταστατικό;

Τεσπα, εγώ μάλλον θα καταλάβαινα κατεπανάληψη, συστηματικά, οπότε θα χρησιμοποιούσα κάτι αντίστοιχο, π.χ. repetitiously.
 
Ευχαριστώ πολύ, Δρ!

Ουσιαστικά ο περιορισμός αυτός αφορά πράξεις που μπορεί να επιφέρουν σύγκρουση συμφερόντων με την εταιρεία. Απαγορεύεται, δηλαδή, στα μέλη του Δ.Σ. να "διενεργούν πράξεις"- κατ' επανάληψη, όπως λες, αλλά και για τη δημιουργία κέρδους- που εμπίπτουν στο αντικείμενο της εταιρείας, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, ή να γίνονται ομόρρυθμοι εταίροι (οπότε έχουν προσωπική απεριόριστη ευθύνη) σε άλλες εταιρείες. Το repetitiously μου κάνει μια χαρά, αλλά δεν ξέρω αν καλύπτει και τον προσπορισμό.
Edit: Να βάζαμε repetitiously and for pecuniary gain?
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Όχι (μόνο) pecuniary gain. Προς ίδιο όφελος (γενικότερα όπως λες). Ίσως repetitiously and for his own gain(s)?
 

nickel

Administrator
Staff member
Μια δική μου πρόταση, χωρίς καθαρό μυαλό (αλλά όχι και βρόμικο...):

as a regular activity for personal gain
 

cougr

¥
Καλημέρα σας,

η δική μου γνώμη είναι ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εσκεμμένη χρήση του όρου κατ' επάγγελμα και θα μπορούσε να αποδοθεί ως,

professionally/in a professional capacity/on a professional basis

για παράδειγμα:-

......to engage professionally..........(in such) acts or practices that.........
 
Καλημέρα σας,

η δική μου γνώμη είναι ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εσκεμμένη χρήση του όρου κατ' επάγγελμα και θα μπορούσε να αποδοθεί ως,

professionally/in a professional capacity/on a professional basis

για παράδειγμα:-

......to engage professionally..........(in such) acts or practices that.........

Χμμ...Λες; Δεν αποκλείεται. Μ' αρέσει όταν κάνω την Πυθία...

Στην περίπτωση αυτή, αν από τη μία πλευρά έχουμε πράξη που γίνεται συχνά και με οικονομικό όφελος, και από την άλλη την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, τότε πιστεύω ότι η λύση του Νίκελ βρίσκεται κάπου στη μέση και καλύπτει και τις 2 περιπτώσεις, χάρη στο "activity". Νομίζω, δηλαδή.

Ευχαριστώ πολύ, Cougr!
 

pontios

Well-known member
Βλέπω στο Νομικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, εκδόσεις Σάκκουλα, στο λήμμα "Έγκλημα αθροιστικό", σελ. 340-341, ότι

"Ως κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι δρα εκείνος που τελεί την πράξη με την πρόθεση να την επαναλάβει για να ποριστεί με τον τρόπο αυτό εισόδημα"


Η φράση μου δεν αναφέρεται σε εγκληματική πράξη, αλλά σε πράξεις που απαγορεύει το Καταστατικό.

Απαγορεύεται στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου [...] να ενεργούν κατ' επάγγελμα πράξεις που [...]

Πώς μεταφράζεται αυτό;

'Ίσως πήρες την απόφαση κιόλας και δεν θέλω να σε μπερδέψω τώρα.
Βρήκα το ακόλουθο για τρεις ξέχωρες περιπτώσεις του αθροιστικού έγκλημα της αισχροκερδείας.

Αισχροκέρδεια κατ' εξακολούθηση: λέγεται αυτή που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο δράστη.
Αισχροκέρδεια κατ' επάγγελμα: λέγεται η διάπραξη με σκοπό, (του δράστη), τον πορισμό εισοδήματος.
Αισχροκέρδεια κατά συνήθεια: λέγεται η διάπραξη αυτής που εκ της επανάληψης κατέστη ροπή του δράστη.

(Το απόσπασα από εδώ)
http://el.wikipedia.org/wiki/Αισχροκέρδεια

Ο ορισμός εδώ (για το κατ' επάγγελμα) δεν περιλαμβάνει την λέξη επανάληψη, δηλαδή (άμα επαληθευθεί) δεν έχει να κάνει με συχνή πράξη.
I'm not sure how valid the above generic definition is and how it relates to your particular instance (the constitutional code of conduct provision).. but perhaps if you investigate it further and it proves to be valid, you might not need to cover the two instances and take the middle ground (between nickel and cougr) ?
 

pontios

Well-known member
Διόρθωμα δεύτερη γραμμή ,, του αθροιστικού εγκλήματος η των αθροιστικών εγκλημάτων ;

Sorry I've been trying to limit my mistakes where possible.
 
Ο αγγλόφωνος αναθεωρητής συμφωνεί με τον Cougr και με τον Πόντιο, και το έχει διορθώσει σε "carry out professionally [...] any action that [...]". Δείγμα λαμπρό του πώς καμιά φορά η υπερανάλυση κάνει κακό :blush: :rolleyes:

Σας ευχαριστώ όλους και πάλι! Καλή συνέχεια!

[Έdit: Πόντιε, μην αγχώνεσαι για τα όποια λάθη σου, μια παρέα είμαστε. Έχεις εξάλλου βελτιωθεί πάρα πολύ στην έκφρασή σου]
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ποινική δίωξη στον Π. Σαξώνη για τη «μαύρη τρύπα» Θεσσαλονίκης

Η δίωξη αφορά στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα.

Ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα, ασκήθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, σε βάρος του φερόμενου ως πρωταγωνιστή της «μαύρης τρύπας», ύψους 51, 4 εκατ. ευρώ που αποκαλύφθηκε στα ταμεία του δήμου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτη Σαξώνη.


(Από την Καθημερινή, εδώ).

Η απορία μου: Μεταφράζεται και εδώ το «κατ' επάγγελμα» με το professionally; Ας πούμε, από τις ερμηνείες που δίνει το ODE:

professional
adjective
1 relating to or belonging to a profession:
young professional people
worthy of or appropriate to a professional person; competent, skilful, or assured:
his professional expertise
their music is both memorable and professional
2 engaged in a specified activity as one’s main paid occupation rather than as an amateur:
a professional boxer
informal, derogatory habitually making a feature of a particular activity or attribute:
a professional gloom-monger

noun
a person engaged or qualified in a profession:
professionals such as lawyers and surveyors
a person engaged in a specified activity, especially a sport, as a main paid occupation rather than as a pastime:
his first season as a professional
a person competent or skilled in a particular activity:
she was a real professional on stage

Εννοώ ότι σε όλες τις ερμηνείες, η έννοια profession αποπνέει αξιοπρέπεια, ποιότητα στην απασχόληση και ακόμη και στο μοναδικό παράδειγμα χρήσης ως derogatory δεν φτάνει στον κυνισμό του δικού μας κατ' επάγγελμα. Οπότε, μπορούμε τουλάχιστον να βρούμε τεκμηρίωση που να επιβεβαιώνει την αντίστοιχη χρήση στα αγγλικά;

Εκτός αν δεχτούμε ότι καλύπτεται από την ερμηνεία a person competent or skilled in a particular activity σε συνδυασμό με την engaged in a specified activity as one’s main paid occupation rather than as an amateur και μπόλικο βρετανικό φλέγμα...
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Τώρα το είδα αυτό το νήμα :)
Θα συμφωνήσω με τον Νίκελ και τον δόκτορα. Σε απόφαση του Αρείου Πάγου που περιέχεται εδώ, βρίσκουμε τον παρακάτω ορισμό:

Κατά το άρθρον 13 εδ. στ΄ ΠΚ, κατ΄επάγγελμα τέλεσις του εγκλήματος συντρέχει, όταν εκ της επανειλημμέ­νης τελέσεως της πράξεως, ή εκ της υποδομής που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθε­σιν επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτη σκοπός αυτού προς πορισμόν εισο­δήματος, ενώ κατά συνήθειαν τέλεσις του εγκλήματος συντρέχει, όταν εκ της επανειλημμέ­νης τελέσεως της πράξεως προκύπτη σταθερά ροπή του δράστου προς διάπραξιν του συ­γκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείον της προσωπικότητος του δράστου. Επανειλημμένη τέλεσις του εγκλήματος συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ΄εξακολούθησιν, αφού πρόκειται δια μορφήν πραγματικής ομοειδούς συρροή.

Επομένως:
  1. Η πράξη πρέπει να είναι επανειλημμένη
  2. Ο σκοπός του εγκλήματος πρέπει να είναι το κέρδος για το δράστη

Επιπλέον, ο Ποινικός Κώδικας αναφέρει κατ' επάγγελμα διευκόλυνση ασέλγειας, κατ' επάγγελμα προαγωγή στην πορνεία, κατ' επάγγελμα ληστείες κτλ., δηλαδή μιλάει για παράνομες πράξεις που έχουν ως στόχο τον προσπορισμό εισοδήματος για το δράστη τους. Επομένως, δεν είναι δόκιμο να γράψουμε στα αγγλικά professional molestation, professional panderer, professional robbery. Και προτού μου πείτε ότι το κείμενο της Όλι είναι διαφορετικό, θα σας προλάβω, λέγοντάς σας ότι αναφέρεται στο ίδιο είδος πράξης, και δεν μπορούμε να το μεταφράσουμε διαφορετικά, όπως δεν θα μεταφράζαμε διαφορετικά αν έγραφε καθ' έξη, ή κατά συνήθεια.

Επομένως, προσωπικά θα έγραφα κάτι τέτοιο:

The members of the Board of Directors shall not engage in acts aimed at securing personal gain [...]
 

nickel

Administrator
Staff member
Naagu (Chiranjeevi) is a small time criminal by profession.
With at least eighteen offences to his name, forty-seven year old Sydney Collins may be described as a criminal by profession.
This character in a novel by Victor Hugo was not a thief by profession.
The modern face of a professional gangster is like that of the CEO of a multi-national business...


Μερικά από πάμπολλα ευρήματα (για τα του δόκτορα).
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Ευρήματα από νομικές πηγές, π.χ. καταστατικά, νόμους, αποφάσεις δικαστηρίων, ή από εφημερίδες; Γιατί κι εδώ λένε, π.χ., οι εφημερίδες, έγκλημα, όμως άλλο σημαίνει έγκλημα για τους νομικούς, και άλλο για τους δημοσιογράφους.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Τα ευρήματά σου, Νίκελ, είναι από αυτό που λέμε στην καθημερινή γλώσσα «επάγγελμα: δολοφόνος/κλέφτης/μαστροπός κλπ.» (έχει και με pimp, και με molester, και άλλα ανάλογα, υποθέτω). Αυτό που επίσης υποθέτω είναι ότι ο χαρακτηρισμός δεν ισχύει σε νομικό περιβάλλον, επειδή αυτά δεν είναι νόμιμα επαγγέλματα. Με άλλα λόγια, καταλαβαίνω ότι γλωσσικά αυτό το νομικό «κατ' επάγγελμα» αντιστοιχεί σε «αντί για επάγγελμα, ως οιονεί επάγγελμα» --αλλά όχι «επάγγελμα».
 

nickel

Administrator
Staff member
Εννοώ ότι σε όλες τις ερμηνείες, η έννοια profession αποπνέει αξιοπρέπεια, ποιότητα στην απασχόληση και ακόμη και στο μοναδικό παράδειγμα χρήσης ως derogatory δεν φτάνει στον κυνισμό του δικού μας κατ' επάγγελμα.

Μη βαράτε. Είναι φανερό ότι έδωσα παραδείγματα που δείχνουν ότι το professional χρησιμοποιείται μια χαρά στην καθημερινή γλώσσα για να περιγράψει κατ' επάγγελμα ψεύτες, δολοφόνους κ.λπ. Ως προς τη νομική διατύπωση δεν έχω κάνει ακόμα πρόοδο από την αρχική μου πρόταση.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Η πρόταση της Ολ είναι ουσιαστικά η ρήτρα περί απαγόρευσης ανταγωνισμού που περιέχεται συνήθως σε καταστατικά ΑΕ, δηλαδή η παλιότερη μορφή του άρθρου 23 του νόμου 2190/1920.

Η παλιά (αν και λίγο παλιότερη απ' ό,τι θα ήθελα :D):
Άρθρο 23
1. Απαγορεύεται εις μετέχοντας οπωσδήποτε της διευθύνσεως της εταιρείας Συμβούλους ως και εις τους διευθυντάς αυτής να ενεργώσι κατ' επάγγελμα άνευ αδείας της γενικής
συνελεύσεως δι' ίδιον λογαριασμόν ή διά λογαριασμόν τρίτων πράξεις υπαγομένας εις τινα
εκ των επιδιωκομένων υπό της εταιρείας σκοπών και να μετέχωσιν ως ομόρρυθμοι εταίροι
εταιρειών, επιδιωκουσών τοιούτους σκοπούς. 2

Η καινούρια (όπως αντικαταστάθηκε με το νόμο 3604/2007), που δεν αναφέρει τον όρο κατ' επάγγελμα:
Απαγορεύεται στους Συμβούλους που συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διεύθυνση της εταιρείας, καθώς και στους διευθυντές αυτής, να ενεργούν, χωρίς άδεια της γενικής συνέλευσης για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, πράξεις που υπάγονται σε κάποιον από τους σκοπούς που επιδιώκει η εταιρεία και να μετέχουν ως ομόρρυθμοι εταίροι σε εταιρείες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Σε αυτό το συγκείμενο μια χαρά σωστό μου φαίνεται το professionally...
 
Top