Σε παλιό ερώτημα σε χώρο μεταφραστών είχα προτείνει σαν καλύτερη απόδοση για την κατάνυξη τον όρο που είχε διαλέξει ο J. T. Pring στο μικρό ελληνοαγγλικό λεξικό του (Oxford Dictionary of Modern Greek).
Μεταφέρω εδώ εκείνο το κείμενο, ελαφρώς επαυξημένο:
κατάνυξη (ΛΚΝ): συναίσθημα βαθιάς ευλάβειας και ψυχικής ανάτασης, που συνοδεύει τις παραστάσεις και τις έννοιες του θείου και του μεταφυσικού κόσμου: Το εκκλησίασμα παρακολούθησε την ακολουθία του Ακαθίστου με μεγάλη κατάνυξη. | Παρακολούθησαν την τελετή / άκουγαν τον ομιλητή με (θρησκευτική) κατάνυξη, με πολύ σεβασμό και με μεγάλη προσοχή.
κατάνυξη (ΧΛΝΓ) ουσ. (θηλ.) 1. βαθιά συγκίνηση και ευλάβεια μπροστά στο θείο, σε κάτι ιερό: ατμόσφαιρα/στιγμές κατάνυξης. Με αισθήματα/σε κλίμα κατάνυξης γιορτάστηκε… Μέσα σε βαθιά κατάνυξη τελέστηκε ο Εσπερινός. Προσευχήθηκε με συντριβή και κατάνυξη. Η λειτουργία πραγματοποιήθηκε με κατάνυξη και μεγαλοπρέπεια. Βλ. έκσταση, έξαρση. 2. (σπάν.-ειρων., κυρ. στον πληθ.) κατανάλωση μεγάλης ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών από παρέα που έχει συγκεντρωθεί γι’ αυτό τον σκοπό. Βλ. κρασο-, ουζο-, τσίπουρο- [< μτγν, κατάνυξις]
devout concentration
Παραδείγματα από το διαδίκτυο:
Περισσότερα παραδείγματα από βιβλία:
https://www.google.com/search?tbm=bks&q="devout+concentration"
Η δική μου επιλογή δεν αποκλείει διαφορετικές αποδόσεις, ανάλογα και με τα συμφραζόμενα.
Μεταφέρω εδώ εκείνο το κείμενο, ελαφρώς επαυξημένο:
κατάνυξη (ΛΚΝ): συναίσθημα βαθιάς ευλάβειας και ψυχικής ανάτασης, που συνοδεύει τις παραστάσεις και τις έννοιες του θείου και του μεταφυσικού κόσμου: Το εκκλησίασμα παρακολούθησε την ακολουθία του Ακαθίστου με μεγάλη κατάνυξη. | Παρακολούθησαν την τελετή / άκουγαν τον ομιλητή με (θρησκευτική) κατάνυξη, με πολύ σεβασμό και με μεγάλη προσοχή.
κατάνυξη (ΧΛΝΓ) ουσ. (θηλ.) 1. βαθιά συγκίνηση και ευλάβεια μπροστά στο θείο, σε κάτι ιερό: ατμόσφαιρα/στιγμές κατάνυξης. Με αισθήματα/σε κλίμα κατάνυξης γιορτάστηκε… Μέσα σε βαθιά κατάνυξη τελέστηκε ο Εσπερινός. Προσευχήθηκε με συντριβή και κατάνυξη. Η λειτουργία πραγματοποιήθηκε με κατάνυξη και μεγαλοπρέπεια. Βλ. έκσταση, έξαρση. 2. (σπάν.-ειρων., κυρ. στον πληθ.) κατανάλωση μεγάλης ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών από παρέα που έχει συγκεντρωθεί γι’ αυτό τον σκοπό. Βλ. κρασο-, ουζο-, τσίπουρο- [< μτγν, κατάνυξις]
devout concentration
Παραδείγματα από το διαδίκτυο:
- They stood in solemn silence; their faces had an expression of devout concentration; they prayed with fervour, deeply sighing, bowing low, devoutly lifting their eyes heavenward. And Foma looked now at one, now at another, and recalled what he knew about them. [The Man Who Was Afraid by Maxim Gorky: Chapter XIII]
- On my left side, Reb Yankel harmonized beautifully, his eyes clenched shut in devout concentration.
- makes a considerable strain on the attention of the worshipper; two long prayers in succession are not easy to follow with devout concentration.
- and recite the entire book of Psalms with devout concentration every day
- He listened to me, looking more priest-like than ever, and with what—probably on account of his downcast eyes—had the appearance of devout concentration. [Lord Jim by Joseph Conrad]
- The three monasteries of Paros are full of sentiment and are liable to stir up strong emotions as they blend the beautiful architecture with the deep feeling of devout concentration.
- Greek Orthodox Archdiocese of America, has 537 parishes... Most of them have women's choirs, according to the bad Papal standards, which anything else but devout concentration cause to the Orthodox faithful.
Περισσότερα παραδείγματα από βιβλία:
https://www.google.com/search?tbm=bks&q="devout+concentration"
Η δική μου επιλογή δεν αποκλείει διαφορετικές αποδόσεις, ανάλογα και με τα συμφραζόμενα.