απόσπασμα από έργο του Μπατάιγ

Καλημέρα σε όλους,
Ψάχνω τη μετάφραση ενός αποσπάσματος από την Εσωτερική εμπειρία του Μπατάιγ. Έχουν γίνει δύο μεταφράσεις, η μία από τις εκδόσεις Ίνδικτος (μτφρ. Ξενοφών Κομνηνός, 2013) και η άλλη από τις εκδόσεις Πλέθρον (μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, 2018). Υπάρχει περίπτωση να έχει κάποιος Λεξιλόγος κάποιο από αυτά τα βιβλία στη βιβλιοθήκη του και να μπορεί να βρει τη μετάφραση του αποσπάσματος;

Εδώ, στη σελ. 46, ακριβώς εκεί που κατά τύχη έχει σημειωθεί ένα βέλος. Από "Un espace constellé de rires..." ως το τέλος της παραγράφου, "...comme si j'étais mort".
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.
 
«Ένας έναστρος χώρος από γέλια άνοιξε τη σιωπηλή του άβυσσο εμπρός μου. Διασχίζοντας την οδό du Four, έγινα σ’ αυτό το άγνωστο “μηδέν”, ξαφνικά… αρνήθηκα αυτούς τους γκρίζους τοίχους που μ’ έκλειναν μέσα τους, κυλίστηκα σ’ ένα είδος σαγήνευσης. Γελούσα με τρόπο θείο: η ομπρέλα κατεβασμένη πάνω στο κεφάλι μου με κάλυπτε (καλύφθηκα επίτηδες μ’ αυτό το μαύρο σάβανο). Γελούσα όπως ποτέ πριν δεν είχε γελάσει κανείς, το έσχατο βάθος του κάθε πράγματος ανοιγόταν, είχα απογυμνωθεί, σα να ήμουν νεκρός».

(σελ. 61 στη μετάφραση Δημητριάδη, ΠΛΕΘΡΟΝ)
 
Ευχαριστώ πολύ, ανεπίψογε. Κι εγώ προσθέτω εδώ τη μετάφραση των εκδόσεων Ίνδικτος, που είχε την καλοσύνη να εντοπίσει και να μου στείλει ο εκδότης.

«Ἕνα έναστρο ἀπὸ γέλια διάστημα ἄνοιξε τὴν σκοτεινή του ἄβυσσο μπροστά μου. Κατὰ τὴν διάβαση τῆς rue du Four ἔγινα μέσα σὲ τοῦτο τὸ «μηδὲν» ἄγνωστος, ἐξαίφνης... ἀρνιόμουν τοὺς γκρίζους τοίχους ποὺ μ’ ἔκλειναν μέσα τους, ἐφόρμησα μέσα σὲ ἕνα εἶδος θέλξης. Γελοῦσα θεϊκά: ἡ ὀμπρέλα κατεβασμένη πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου μὲ κάλυπτε (καλυπτόμουν ἐπίτηδες μὲ τοῦτο τὸ μαῦρο σάβανο). Γελοῦσα ὅπως ἴσως δὲν γέλασε ποτὲ κανείς, τὰ ἔγκατα κάθε πράγματος ἄνοιγαν, γυμνωμένα, θαρρεῖς καὶ ἤμουνα νεκρός».

edit - έχει ενδιαφέρον να βάλουμε και το γαλλικό, γιατί έχουν ενδιαφέρον κάποιες διαφορές των δύο μεταφράσεων:

Un espace constellé de rires ouvrit son abîme obscur devant moi. À la traversée de la rue du Four, je devins dans ce « néant » inconnu, tout à coup… je niais ces murs gris qui m’enfermaient, je me ruai dans une sorte de ravissement. Je riais divinement: le parapluie descendu sur ma tête me couvrait (je me couvris exprès de ce suaire noir). Je riais comme jamais peut-être on n’avait ri, le fin fond de chaque chose s’ouvrait, mis à nu, comme si j’étais mort.
 
Last edited:
Top