Του αφιερώνουμε το παρακάτω πλαίσιο από το ΛΝΕΓ (κι ας μην περιλαμβάνει ούτε το
αγανακτισμένος ούτε το
σκαναρισμένος ):
-ισμένος: μετοχές ρημάτων που δεν λήγουν σε -ίζω. Αρκετά ρήματα σχηματίζουν τη (μεσοπαθητική) μετοχή τους σε –ισμένος, δηλ. κατά το πρότυπο των ρημάτων σε -ίζω, χωρίς να είναι ρήματα σε -ίζω. Αυτό συμβαίνει κυρίως με ρήματα τα οποία στον αόριστο τους (σε -ησα, π.χ. ευτύχησα, τυράννησα) ακούγονται το ίδιο με τα ρήματα σε -ίζω (-ισα: στόλισα, χτένισα), οπότε σχηματίζουν τη μετοχή τους όπως αυτά, δηλ. σαν να ήταν ρήματα σε -ίζω: ευτυχισμένος, τυραννισμένος κ.τ.ό., όπως στολισμένος, χτενισμένος. Μετοχές σε -ισμένος από ρήματα που δεν τελειώνουν σε -ίζω είναι: τραγουδισμένος, χιλιοτραγουδισμένος (τραγουδώ), απηυδισμένος (απαυδώ), λιγοθυμισμένος, λιποθυμισμένος (λιγοθυμώ / λιποθυμώ), βαρυγγωμισμένος (βαρυγγωμώ), τυραννισμένος (τυραννώ), ξαγρυπνισμένος (ξαγρυπνώ), αγρυπνισμένος (αγρυπνώ), ξενυχτισμένος (ξενυχτώ), ευτυχισμένος (ευτυχώ), δυστυχισμένος (δυστυχώ), ξεψυχισμένος (ξεψυχώ), λαχταρισμένος (λαχταρώ). Σε -ισμένος σχηματίζονται και τα φοβισμένος (φοβούμαι) από το φοβίζω, κοιμισμένος (κοιμούμαι) από το κοιμίζω και καθισμένος (κάθομαι) από το καθίζω, κοπανισμένος (κοπανώ) από το κοπανίζω και αρχινισμένος (αρχινώ) από επίδραση τού αρχίζω. Τέλος, σε -ισμένος σχηματίζονται τα (κυρ. ξενικής προέλευσης) ρήματα σε -άρω: μακιγιαρισμένος (μακιγιάρω), φρακαρισμένος (φρακάρω), αμπαλαρισμένος (αμπαλάρω), φιλτραρισμένος (φιλτράρω), γρασαρισμένος (γρασάρω), στραπατσαρισμένος (στραπατσάρω), πακεταρισμένος (πακετάρω), λιμαρισμένος (λιμάρω), μποτιλιαρισμένος (μποτιλιάρω), πουδραρισμένος (πουδράρω), μανταρισμένος (μαντάρω), φοδραρισμένος (φοδράρω), λανσαρισμένος (λανσάρω), σταμπαρισμένος (σταμπάρω), μαρκαρισμένος (μαρκάρω), στοκαρισμένος (στοκάρω), παρκαρισμένος (παρκάρω), καμουφλαρισμένος (καμουφλάρω), λαμπικαρισμένος (λαμπικάρω), μπαρκαρισμένος (μπαρκάρω), φρεσκαρισμένος (φρεσκάρω), λασκαρισμένος (λασκάρω), λουστραρισμένος (λουστράρω), ντεραπαρισμένος (ντεραπάρω), μοστραρισμένος (μοστράρω), μπλοκαρισμένος (μπλοκάρω), πικαρισμένος (πικάρω), καλμαρισμένος (καλμάρω), ντοπαρισμένος (ντοπάρω), πρεσαρισμένος (πρεσάρω), σκιτσαρισμένος (σκιτσάρω), παρκεταρισμένος (παρκετάρω), τουμπαρισμένος (τουμπάρω), μονταρισμένος (μοντάρω), φουνταρισμένος (φουντάρω), φορμαρισμένος (φορμάρω), ραφιναρισμένος (ραφινάρω), ντοκουμενταρισμένος (ντοκουμεντάρω), παρφουμαρισμένος (παρφουμάρω), κλαταρισμένος (κλατάρω) κ.ά., καθώς και τα φαλιρισμένος και γαρνιρισμένος από ρ. σε -ίρω (φαλίρω, γαρνίρω).
Μένει να σκανάρει κάποιος τη βιβλιοκριτική και να τη διαβάσουμε εδώ σκαναρισμένη, να δούμε αν πρέπει να νιώσουμε κι εμείς αγανακτισμένοι.