Συγγνώμη προκαταβολικά από όλους για την έκταση, αλλά “in longum sermonen me vocavit Nickelius”.
Από πού να πιαστώ και από πού ν΄αρχίσω. Διάβασα (1), με όση προσοχή το μάκρος της συζήτησης μου επέτρεψε να επιδείξω, τις αναρτήσεις από την αρχή του νήματος. Νομίζω ότι ο καθένας από τον προμαχώνα του φωτίζει απανθισμένες εκφάνσεις της πραγματικότητας που κουβαλούν νερό στον μύλο (ή στο μήλο; ) της ήδη διαμορφωμένης του άποψης. Πιο κοντά βρίσκομαι στον Ζαζ (όπως καταλαβαίνετε, δεν γνωρίζω πώς ποστάρουν).
Θαρρώ πως, αν κάτι διέφυγε της προσοχής των αναρτώντων (όχι, πάντως, όλων ή της δικής μου), είναι ότι στην συζήτηση δεν αποσαφηνίστηκαν επαρκώς κάποιες λεπτομέρειες:
Η πρώτη είναι η αναγκαία διάκριση μεταξύ ενός τελικού νι (από τούδε
–ν) (
σταθερού) φωνητικού στοιχείου της κατάληξης (που ας οριστεί ως:
καταληκτικό), από την μια, και έτερου
ευφωνικού ή εφελκυστικού (2)
-ν, από την άλλη. Άλλο το αρχαιόπληκτο
-ν στο πολυδώρειο «... το στοιχείο το καλούμενο
ν …» (3), άλλο το ευφωνικό
-ν στα (υποθετικά, ανύπαρκτα και πλαστά) «τί είδε
ν ο κινέζος;» και «μου έκανε
ν άριστη εντύπωση», και άλλο το καταληκτικό -
ν στα «φτάνου
ν δέκα εργάτες» (4), «οι σκύλοι πετά
ν χαλίκια;» (5), «το
ν φτωχό δόκιμο», «τη
ν βέβαιη αποτυχία» (δικά μου πλαστά) ή το δομικό
–ν στο «κοτζαμά
ν φάντασμα»(5).
Η δεύτερη, ότι το θέμα της συζήτησης δεν είναι η προφορική γλώσσα, το πώς θα ηχοποιήσει δηλαδή ο καθένας τις γλωσσικές του προσλήψεις («κοινές» ή «ιδιωματικές») και το αν θα προφέρει τα επίδικα
-ν, αλλά οι, με σκοπό την καταγραφή, κανόνες κωδικοποίησής της. Όσο απλούστεροι, τόσο λιγότερες οι εξαιρέσεις, άρα μικρότερη η χρεία αχρείαστων «ειδικών» και αστυνομικών μέτρων επιβολής τους. Έτσι που πλέον να μην κινδυνεύουν έντιμοι και άξιοι μεταφραστές, υποτιτλιστές κ.ά. να χάσουν το ψωμάκι τους για μερικά ψωρονί.
Η τρίτη και, κατά την γνώμη μου, όχι λιγότερο σπουδαία λεπτομέρεια, είναι η έρευνα και χαρτογράφηση του πολιτικού και ακαδημαϊκού χώρου στην δεκαετία του ‘80, των συλλογικοτήτων και των προσώπων που διεκπεραίωσαν την Αλλαγή στα πανεπιστήμια, καθώς και των ενεργειών τους σχετικά με το ζήτημα της «πλέριας δημοτικοποίησης» και των «μαζικών εκδημοτικισμών». Προς το παρόν, ο χάρτης της περιοχής γράφει «
hic sunt leones».
Το βασικό μου πρόβλημα είναι ότι
δεν λέμε τη Θάλεια, αλλά λέμε
την Θάλεια, έστω κι αν το
–ν προφέρεται ή/και ακούγεται υποτονικά λόγω της άμεσης γειτνίασής του με το θήτα που ακολουθεί. Είναι αυτό που, χάριν συντομίας, ας ονομαστεί «
περιστασιακό (φθογγικό) πάθος», προκειμένου να αντιδιασταλεί με τα μόνιμα (φθογγικά) πάθη (π.χ., πα
γκρήτιος , πα
μμακεδονικός, συ
μμετέχω, συζητώ, απο
ρρί
μματα κ.ο.κ.). Πάθη υπάρχουν πολλά (φθογγικά, εννοώ). Το
–ν απολαμβάνει τα περισσότερα.
Φθογγικά πάθη είναι και τα: «το
μ μπαμπά μου», «ο μπαμπά
ζ μου», «την
gαρδ
γιά μου», «το
ζμήνος», «η ο
ζμή», ουδείς, όμως, μπήκε στον κόπο να προτείνει ένα σύστημα, όποιο και να ΄ναι, βρε αδερφάκι μου, που να τα αναπαριστά με πιστότητα και με τρόπον απλό στο χαρτί. Το
–ν μας μάρανε: μήπως ήταν ο εύκολος, πρόχειρος κι ανυπεράσπιστος αποδιοπομπαίος τράγος της αλήστου μνήμης εποχής, που ο κάθε μουτζαχεντίν δημοτικιστής σφαγίαζε, μήπως και περάσει απαρατήρητη η έλλειψη επιστημονικού βάθους και η σπάνις εργασιών, δημοσιεύσεων και προτάσεων επίλυσης των προβλημάτων μετάβασης από ένα παλαιό σύστημα γλωσσικής κωδικοποίησης σε ένα καινούργιο;
Υποστηρίζω ότι το
–ν στην αιτιατική των άρθρων, των αντωνυμιών, των αντωνυμικών επιθέτων, των επιθέτων που συνοδεύουν ουσιαστικά, όπως και των άκλιτων
δεν,
σαν και
μην (αρνητικό μόριο) υπάρχει και δεν είναι ευφωνικό. Άλλοτε προφέρεται (και ακούγεται) δυνατά, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε ελάχιστα και κάποιες φορές καθόλου (6). Αυτό που δεν κάνει είναι να αναπτύσσεται κατά περίπτωση και μόνον για να λύσει προβλήματα σαφήνειας ή κυριολεξίας. Βέβαια, το «μια
ν φορά κι έναν καιρό» ή «είδα μια
ν γυναίκα» μού φαίνεται κακόηχο. Ωστόσο θα πω «μια
ν άλλη φορά» ή «είδα μια
ν όμορφη γυναίκα» (7).
Άμβλυνα τα σχετικά προβλήματά μου, φυλάγοντας το
–ν στα προσωπικά μου γραπτά, λιγότερο σύμφωνα με τον παραπάνω τυφλοσούρτη και περισσότερο ακολουθώντας το γλωσσικό μου ένστικτο. Στο σχολείο, πάντα δίδασκα τον εκάστοτε ισχύοντα κανόνα, ενθαρρύνοντας τα παιδιά να εμπιστεύονται το αισθητήριό τους και να μην αντιμετωπίζουν τα βιβλία με δέος, αλλά ως πηγές πληροφόρησης, ως τυπωμένες γνώμες ανθρώπων και όχι ως αλάθητα διιπετή. Στα λιγοστά δημόσια γραπτά μου, στην πρώτη υποσημείωση πάντα εξομολογιόμουν το βίτσχιο μου.
Αν ζήσουμε την μαζική και άνευ όρων επιστροφή των
–ν, μπορείς να είσαι βέβαιος από τώρα, nickel, ότι θα γεμίσει εκ νέου ο κόσμος νέα γλειφτρόνια, που θα υμνούν τα νέα αυθαίρετα μέτρα, γιατί θα είναι το μόνο που θα μπορούν να κάνουν.
1. Δεν προφέρεται «δγιάβασα» σημιτιστί: από τον γνωστό ακατανόμαστο και όχι από την συμπαθή φυλετική ομάδα της Μέσης και Εγγύς Ανατολής. Γνωστό σημιτικό: «μετά το δγιάλογο στη Βγένη δγιαμορφώθηκαν νέες προοπτικές» (σ.σ.: βρε, άι στο δγιάλογο).
2. Αγαπητός Τσομπανάκης,
Προβλήματα της δημοτικής: Το τελικό –ν, Εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1987, σ. 26
3.
http://vyron-polydoras.gr/logos.html, σ. 7. Διάβασα με μεγάλη, είναι αλήθεια, προσπάθεια (όλον!) τον λόγο του Βύρωνα στην ως άνω ιστοδιεύθυνση και δεν συνάντησα την πληθώρα των
-ν, για την οποία ήμουν προδιατεθειμένος και προετοιμασμένος. Αντιθέτως, έπεσα πάνω στα «σ
α να είμαι ο ίδιος χειριστής» (σ. 13), «αυτή τ
η σύνοδο» (σ. 14), «τ
η βάφτισαν» (σ. 17), κ.ά. Η αντίθεσή μου, όμως, με τον εν λόγω πολιτικό γίγαντα δεν έγκειται τόσο στο ύφος των λεγομένων του, όσο, κυρίως, στην πολιτική του τρομοκρατική πρακτική.
4. Α. Τσομπανάκης,
ό.π., σ. 20
5.
https://sarantakos.wordpress.com/2012/08/19/fantasmastaportokalia/#more-7046
6. Ας μην υποτιμάται και η ταχύτητα εκφοράς του λόγου.
7. Στο σημείο αυτό, ας σκεφτούμε μήπως η επί τριάντα χρόνια τρομοκρατία των αντινιιστών παρήγαγε εξαρτημένη οπτική προσδοκία, αφ’ ενός, και μειωμένη ακουστική προσήλωση, από την άλλη.