panadeli
¥
Έχει πάψει από καιρό να με εκπλήσσει οτιδήποτε μαθαίνω από τον χώρο της πανεπιστημιακής κοινότητας, όσο παράλογο κι αν ακούγεται αρχικά. Έτσι, όταν άκουσα ότι φοιτητές αριστερών οργανώσεων ξυλοκόπησαν μια φοιτήτρια που μάζευε σκουπίδια, αρχικά απόρησα, αλλά όχι για πολύ. Γρήγορα πληροφορήθηκα την αλήθεια: η φοιτήτρια ήταν απεργοσπάστρια. Ή μάλλον, η πρωτοβουλία της ήταν απεργοσπαστική. Η φοιτήτρια βέβαια δεν ανήκε σε κάποιο συνδικάτο που απεργούσε ούτε στράφηκε ενάντια σε κάποια φοιτητική κινητοποίηση. Αυτοί που απεργούσαν ήταν οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες καθαριότητας του δήμου. Και όταν απεργούν οι υπάλληλοι των δήμων, όποιος τολμήσει να μαζέψει σκουπίδια από οπουδήποτε δεν μπορεί παρά να είναι απεργοσπάστης, προφανώς με μια διασταλτική ερμηνεία του δεύτερου ορισμού που δίνουν τα λεξικά:
ΛΚΝ:
απεργοσπάστης ο [aperγospástis] Ο10 θηλ. απεργοσπάστρια [aperγospá stria] Ο27 : 1.ο εργαζόμενος που δε μετέχει στην απεργία και εξακολουθεί να εργάζεται: Tο συνδικάτο διέγραψε από μέλη του τους απεργοσπάστες. 2. αυτός που προσλαμβάνεται για να εργαστεί στη θέση του απεργού: Οι απεργοσπάστες ήταν ανειδίκευτοι και προκάλεσαν ζημιές στις μηχανές.
ΛΝΕΓ:
απεργοσπάστης (ο) [απεργοσπαστών] (κακοσ.) αυτός που δε συμμετέχει σε απεργία, είτε εργαζόμενος κανονικά είτε αντικαθιστώντας απεργό: παρά την κινητοποίηση του συνδικάτου, στη δουλειά εμφανίστηκαν αρκετοί ~. —απεργοσπάστρια (η), απεργοσπαστικός, -ή, -ό.
Σύμφωνα με την ίδια ερμηνεία, αν απεργούν οι ναυαγοσώστες είναι απεργοσπαστική πρωτοβουλία να βουτήξεις και να σώσεις κάποιον που πνίγεται.
Για άλλη μια φορά, η φοιτητιώσα νεολαία μάς δείχνει τον δρόμο. Περαστικά μας.
Edit: πληροφορήθηκα την είδηση από τα νέα του Σκάι. Ανατρέξτε εδώ ή εδώ ή σε οποιονδήποτε από τους δεκάδες ιστοτόπους που την αναμεταδίδουν. Μην την αναζητήσετε όμως εδώ, δεν θα τη βρείτε.
ΛΚΝ:
απεργοσπάστης ο [aperγospástis] Ο10 θηλ. απεργοσπάστρια [aperγospá stria] Ο27 : 1.ο εργαζόμενος που δε μετέχει στην απεργία και εξακολουθεί να εργάζεται: Tο συνδικάτο διέγραψε από μέλη του τους απεργοσπάστες. 2. αυτός που προσλαμβάνεται για να εργαστεί στη θέση του απεργού: Οι απεργοσπάστες ήταν ανειδίκευτοι και προκάλεσαν ζημιές στις μηχανές.
ΛΝΕΓ:
απεργοσπάστης (ο) [απεργοσπαστών] (κακοσ.) αυτός που δε συμμετέχει σε απεργία, είτε εργαζόμενος κανονικά είτε αντικαθιστώντας απεργό: παρά την κινητοποίηση του συνδικάτου, στη δουλειά εμφανίστηκαν αρκετοί ~. —απεργοσπάστρια (η), απεργοσπαστικός, -ή, -ό.
Σύμφωνα με την ίδια ερμηνεία, αν απεργούν οι ναυαγοσώστες είναι απεργοσπαστική πρωτοβουλία να βουτήξεις και να σώσεις κάποιον που πνίγεται.
Για άλλη μια φορά, η φοιτητιώσα νεολαία μάς δείχνει τον δρόμο. Περαστικά μας.
Edit: πληροφορήθηκα την είδηση από τα νέα του Σκάι. Ανατρέξτε εδώ ή εδώ ή σε οποιονδήποτε από τους δεκάδες ιστοτόπους που την αναμεταδίδουν. Μην την αναζητήσετε όμως εδώ, δεν θα τη βρείτε.