Τσίμας, στα αυριανά Νέα.
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=12&ct=8&artID=4609431
Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας ΔΕΚΟ, από αυτές στις οποίες τώρα γίνονται περικοπές. Μιας υποθετικής ΔΕΚΟ. Ας την ονομάσουμε ΕΛΟΠΕΥΠΥ - Ελληνικός Οργανισμός Προώθησης Ευγενών Υποθέσεων (αλλά και) Πελατειακών Υποχρεώσεων.
Ιδρύθηκε τη δεκαετία του '80 για να επιτελέσει μιαν ωφέλιμη οικονομική ή κοινωνική αποστολή. Η ίδρυσή της χρηματοδοτήθηκε από κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Όλα άρχισαν σχεδόν ειδυλλιακά (αν παραβλέψουμε τα πρώτα μπιλιέτα με ονόματα υποψηφίων για πρόσληψη από το γραφείο του εποπτεύοντος υπουργού). Μέχρι τις επόμενες εκλογές.
Μετά τις εκλογές, ο νέος υπουργός διόρισε επικεφαλής του οργανισμού έναν πολιτικό του φίλο, ο οποίος είχε ατυχήσει ως υποψήφιος βουλευτής και είχε μείνει δίχως έδρα. Για το αντικείμενο του οργανισμού δεν είχε -εννοείται- ιδέα, ούτε και διάθεση να μάθει. Τον ενδιέφεραν μόνο δύο πράγματα: να ανταποδώσει τη χάρη στον ευεργέτη υπουργό και να εξασφαλίσει, μέσω του ΕΛΟΠΕΥΠΥ, τις προϋποθέσεις ώστε στις επόμενες εκλογές να αυγατίσουν οι σταυροί δίπλα στο όνομά του. Αντιλαμβάνεστε πώς...
Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο επόμενος, ο μεθεπόμενος και οι περισσότεροι από τους επικεφαλής του Οργανισμού που άλλαζαν σχεδόν κάθε φορά που άλλαζε και ο εποπτεύων υπουργός σε κάποιον ανασχηματισμό και, οπωσδήποτε, έπειτα από κάθε εκλογική αναμέτρηση. Κάποια στιγμή, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, ένας μεταρρυθμιστικός άνεμος επέβαλε μια νομοθετική αλλαγή. Ο διευθύνων σύμβουλος σε τέτοιους οργανισμούς έπρεπε να επιλέγεται όχι πια κατά υπουργική βούληση αλλά με ανοιχτό, δημόσιο διαγωνισμό. Η ρύθμιση προκάλεσε για λίγο κάποια αναστάτωση, αλλά κάποιος από τους επόμενους εποπτεύοντες υπουργούς βρήκε τη λύση. Δεν προσλαμβανόταν ποτέ διευθύνων σύμβουλος, η θέση έμενε κενή και αναπληρωνόταν «προσωρινά» από ένα εκ των μελών του Δ.Σ., τα οποία κατά τον νόμο διορίζει ο αρμόδιος υπουργός. Και, κατά σύμπτωση, είναι συνήθως συντοπίτες του.
Στο μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια επειδή ο ΕΛΟΠΕΥΠΥ έπρεπε να κάνει και καμιά δουλειά και να παίρνει και κανένα ευρωκονδύλι, είχαν προσληφθεί και μια σειρά νέων ανθρώπων, κάποιοι εκ των οποίων, πέρα από το αναγκαίο«χαρτάκι» από το γραφείο του υπουργού, είχαν και καλές σπουδές και τη διάθεση να κάνουν μια χρήσιμη και δημιουργική δουλειά. Ξεχώριζαν πάντα σαν τη μύγα μες στο γάλα, ανάμεσα στους αργομισθιο-θήρες που προσέφεραν απλώς στον ευεργέτη τους δωρεάν εκλογικό εθελοντισμό. Ήταν νέοι με προσόντα, για τα οποία απλώς δεν υπήρχε καμία ζήτηση στον χιλιοτραγουδισμένο ιδιωτικό τομέα της οικονομίας ακόμη και τη δεκαετία των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (που ήταν στ' αλήθεια χρόνια αποεπένδυσης, παραγωγικής παρακμής και τεχνολογικής γήρανσης που κρυβόταν πίσω από μια φούσκα υπερκατανάλωσης) οι οποίοι βρέθηκαν σε ένα εργασιακό περιβάλλον άκρως αντιπαραγωγικό που αντάμειβε την ίντριγκα και το μέσον, τιμωρούσε σκληρά την πρωτοβουλία και την ίδια την εργασιακή φιλοτιμία και προστάτευε διά της σιωπής ένα κλεπτοκρατικό σύστημα που ζούσε από τις προμήθειες, τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τη λειτουργία του οργανισμού.
Και τώρα, αφού υπέστησαν όλα αυτά, οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να υποστούν και την διαπόμπευση: πως «τα έφαγαν» κι αυτοί στο ίδιο τραπέζι με εκείνους που τους διόρισαν, πως κατασπατάλησαν με τις αμοιβές τους τα χρήματα των φορολογουμένων, ότι είναι αντιπαραγωγικοί και πως πρέπει τώρα, ως υπεράριθμοι, να μεταταγούν ή και να απολυθούν ως απασχολούμενοι σε έναν περιττό, ζημιογόνο και υπό κατάργηση οργανισμό.
«Σύμφωνοι», μου είπε ένας από τους πραγματικούς υπαλλήλους αυτού του φανταστικού ΕΛΟΠΕΥΠΥ, άνθρωπος που προσελήφθη με μεταπτυχιακές σπουδές σε καλό πανεπιστήμιο. «Να τιμωρηθώ για την ανοχή, τον φόβο, τη σιωπή, το βόλεμά μου. Αλλά προτού κλείσουμε το μαγαζί, δεν θα έπρεπε να δοκιμάσουμε μήπως και μπορούμε να το κάνουμε ξανά παραγωγικό και χρήσιμο;
Πριν να κόψουμε κεφάλια, δεν θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε τους ΑΠΑΕΔΕΣ (άνευ προσόντων, άνευ ειδικότητας) της κομματικής αφισοκόλλησης από τους κανονικούς εργαζομένους; Και δεν θα μπορούσαν, έστω, να μας κάνουν μια τελευταία χάρη: να φέρουν εμπρός μας εις παράταξη όσους διετέλεσαν διευθυντές τα τελευταία 25 χρόνια να τους κοιτάξουμε, απλώς, στα μάτια;».