εκπέσαμε, απώλεσε. Αυτά για τα γλωσσικά. Κατά τα άλλα, γεμίζει μια σελίδα λέγοντας δυο και τρεις φορές τα ίδια πράγματα, συχνά με την ίδια ακριβώς διατύπωση. Έγινε τώρα και συνταγματολόγος, που από το αδιατύπωτο αλλά εμμέσως προβαλλόμενο αίτημα της απλής αναλογικής (εκείνης με την οποία τα ακροδεξιά κόμματα του 1% κυβερνούν το Ισραήλ, ας πούμε) περνά κατευθείαν στην ανυπακοή, την οποία μάλιστα θυμήθηκε τώρα να συνδέσει με το 114 περί πατριωτισμού --που ακριβώς απαιτούσε από την εξουσία να σέβεται τους νόμους–-, αγκαλιάζοντας το ΚΚΕ, στα πλαίσια της δίκην εκκρεμούς πολιτικής του διαδρομής, από το Μητσοτάκη και το Χριστόδουλο στην ανυπακοή and back. Με ολίγη αντιμνημονιακή σάλτσα προς επίρρωσιν. Πιο καλά τα λέει ο Τσίμας, νομίζω (Τα Νέα, 6/11):
η Ιρλανδία βρίσκεται σε κύκλο λιτότητας από το 2008, προηγήθηκε της Ελλάδας κατά 14 μήνες και έχει ήδη πίσω της τρεις φάσεις αιματηρών περικοπών. Η οικονομία της βρίσκεται σε ύφεση βαθύτερη από ό,τι η ελληνική -συρρικνώθηκε κατά 3% του ΑΕΠ το 2008, κατά 8% το 2009 κι άλλο 1,5% μέσα στο 2010. Και -το σημαντικότερο- η χώρα αυτή δεν έχει υπογράψει κανένα μνημόνιο με το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Ενωση ή άλλον σατανικό οργανισμό...
Αν όλα αυτά μεταφραστούν από την κελτική στην ελληνική γλώσσα, σημαίνουν, πολύ απλά, ότι όλη η περί Μνημονίου συζήτηση, που κυριάρχησε στην προεκλογική περίοδο και σφράγισε τον χαρακτήρα των εκλογών είναι, μάλλον, μια συζήτηση σε λάθος βάση. Αν χώρες που δεν έχουν υπογράψει μνημόνιο, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία ή η Ισπανία, υποχρεώνονται να κάνουν ό,τι κάνει και η Ελλάδα, και μερικές φορές σε πιο άγρια και επώδυνη εκδοχή, αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι το πρόβλημά μας -δυστυχώς- δεν είναι το Μνημόνιο.
Το πρόβλημά μας είναι, πρώτον, το έλλειμμα και το χρέος που σωρεύσαμε, εν μέρει με δική μας ευθύνη (επειδή χρεωθήκαμε δανειζόμενοι, γελασμένοι από τις σειρήνες των φθηνών επιτοκίων, και φάγαμε τα δανεικά σε κατανάλωση, δημόσια και ιδιωτική), εν μέρει ως συνέπεια των συνθηκών άνισου και άδικου ανταγωνισμού μέσα στην ευρωζώνη, όπου δέκα χρόνια τώρα τα ελλείμματα του Νότου γίνονται πλεονάσματα του Βορρά. Και το πρόβλημά μας είναι, δεύτερον, ότι η Ευρώπη, με γερμανική κυρίως επιμονή, έχει αιχμαλωτιστεί σε μια πολιτική λιτότητας, που δίνει προτεραιότητα στη μείωση των ελλειμμάτων, αδιαφορώντας για τις συνέπειες σε ύφεση, ανεργία και κοινωνική δυστυχία.
Αυτή η πολιτική είναι λάθος πολιτική. Σωρεύει βέβαιο κοινωνικό πόνο με αβέβαια οικονομικά αποτελέσματα, εκτοξεύει την ανεργία την ώρα που μια μικρή ανάκαμψη καταγράφεται στα χαρτιά, απειλεί να αναχαιτίσει την ανάκαμψη αυτή πρόωρα (όπως συνέβη τη δεκαετία του ΄30) και να οδηγήσει τη διεθνή οικονομία σε μια δεύτερη βουτιά ύφεσης.
Ο δρόμος είναι λάθος. Αλλά το λάθος δεν είναι «ελληνικό». Είναι πανευρωπαϊκό. Η χρεωμένη Ελλάδα, μαζί με τους άλλους δυστυχείς χρεωμένους της ευρωζώνης, βρεθήκαμε αιχμάλωτοι μιας πολιτικής που, πιθανότατα, μας οδηγεί στον γκρεμό, αλλά που, βεβαιότατα, δεν είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε -μόνοι στον κόσμο. Αν μια αλλαγή είναι αναγκαία (και είναι), αν μια αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου είναι αναγκαία επίσης, αν ένα άλλο «μείγμα πολιτικής» με έμφαση στην ανάπτυξη είναι επείγον να εφαρμοστεί (όπως λέει, σωστά, και ο κ. Σαμαράς), αυτό το μείγμα ή θα είναι ευρωπαϊκό ή δεν θα υπάρξει ποτέ. Και η μάχη κατά του δόγματος της λιτότητας, η περιβόητη «αντιμνημονιακή μάχη» -και αυτή ή θα είναι ευρωπαϊκή ή δεν θα δοθεί ποτέ- θα παραμείνει προεκλογική καραμέλα.
Στο μεταξύ, έχουμε ένα μεγάλο έλλειμμα να μειώσουμε κι ένα υπέρογκο χρέος να αντιμετωπίσουμε. Και το πρόβλημα είναι ότι, πρώτον, ενώ η κυβέρνηση έκανε με ευκολία τα «εύκολα», επέβαλε τις ισοπεδωτικές (και άδικες) οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και τις αυξήσεις φόρων, τώρα, μπροστά στα δύσκολα, μπροστά στην υποχρέωσή της να θίξει τις αληθινές γενεσιουργές αιτίες του ελλείμματος, τη δομή και τη λειτουργία του κομματικού-πελατειακού κράτους, η κυβέρνηση διστάζει, χασομερά, ταλαντεύεται, κλωθογυρίζει, αναβάλλει και εφευρίσκει πολιτικά διλήμματα -ίσως επειδή η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων θα έφερνε το κυβερνών κόμμα αντιμέτωπο με τον εαυτό του, με τα ισχυρότερά του ερείσματα. Και το πρόβλημα, δεύτερον, είναι ότι η αντιπολίτευση αντί να ασκεί σκληρή κριτική σε αυτήν την ολιγωρία, σιωπά. Και καλύπτει τη σιωπή της με άσφαιρα «αντιμνημονιακά» πυρά.
Τέλος, να τα πει αυτά που λέει ο Θεοδωράκης κάνας άνεργος από τις εκατοντάδες χιλιάδες που έχει τώρα η χώρα, να κηρύξει φωτιά και τσεκούρι μπροστά στην απελπισία της να επιβιώσει, το καταλαβαίνω. Αλλά να μιλάει από εξεγερσιακού άμβωνος κι ένας από τους εδώ και 20 τουλάχιστον χρόνια πιο υπερκομματικά καθεστωτικούς καλλιτέχνες της Ελλάδας, έλεος! Στην Κούβα περιμένουν υπομονετικά το θάνατο του Φιδέλ...