ΑΚΤΑΙΩΝ
(3. 143-252)
Κυνηγός που εκυνηγούσε μες στα δάση μια φορά
Το σκηνικό μας: ράχες και βουνά, οι θηρευτές, τ’ αγρίμια και το αίμα.
Ζυγιάζονταν η μέρα στα μισά, ανάμεσα σ’ ανατολή και δύση,
ο ήλιος ψηλωμένος, οι σκιές κοντύτερες και ντάλα μεσημέρι.
Ο νεαρός Ακταίων, κυνηγός, κι άλλοι πολλοί συντρόφοι στο κυνήγι
γυρνούσαν στις πυκνές τις λαγκαδιές. Έβαλε μια φωνή το παλικάρι:
«Όλα μας πήγαν σήμερα καλά, συντρόφοι μου, σαΐτες και κοντάρια,
τα δίχτυα, τα δοκάνια, οι παγανιές μουσκέψανε στων αγριμιών το αίμα.
Πρωί-πρωί, χαράματα γλυκά, με τις δροσιές της ρόδινης Αύγούλας
πιάνουμε το μεράκι μας ξανά. Τώρα μεσουρανεί ο Φοίβος ήλιος,
το μεσημέρι λαύρα και φωτιά, πυρώνει και αχνίζει γύρω ο τόπος.
Τέρμα προσώρας τούτη η δουλειά, μαζέψτε τα σφιχτόπλεχτά μας δίχτυα».
Ακούγοντας αυτοί την εντολή παράτησαν του κυνηγίου το μόχθο.
Πυκνόφυτη κοιλάδα ήταν σιμά, μέσα στο πεύκο και στο κυπαρίσσι,
της Άρτεμης λημέρι ιερό· το όνομα του τόπου, Γαργαφίη.
Εδώ, στην πιο απόμερη γωνιά, βαθύσκιωτη σπηλιά μες στο ρουμάνι
Ανοίγονταν· δεν ήταν τεχνική ανθρώπινου χεριού που το ’χε φκιάξει,
της φύσης μοναχά η μαστοριά. Αδούλευτη και ζωντανή η πέτρα
κι ανάλαφρος πωρόλιθος μαζί σχημάτιζαν μια φυσική καμάρα.
Από δεξιά μια γάργαρη πηγή ανάβλυζε νεράκι που η συρμή του
κελάρυζε σε λάκκωμα πλατύ ζωσμένο ένα γύρο από γρασίδι.
Εδώ το ’χε συνήθειο η θεά των ρουμανιών, κατάκοπη απ’ τη θήρα,
το άχραντο παρθενικό κορμί να λούζει στο κρυστάλλινο το νάμα.
Έφτασε, όπως πάντα, στην πηγή. Έδωσε ευθύς σε μιαν από τις νύμφες,
υπεύθυνη για την αρματωσιά, το δόρυ, τη φαρέτρα και το τόξο.
Απόθεσε το πέπλο της μετά στο απλωμένο μπράτσο κάποιας άλλης,
της λύναν τα σαντάλια άλλες δυο, και η Κροκάλη, απ’ όλα τους πιο άξια,
της Άρτεμης την κόμη που λυτή σκορπίζονταν στους ώμους και την πλάτη
τη μάζεψε σε κότσο — τα μαλλιά της ίδιας της Κροκάλης ήταν σκόρπια.
Οι άλλες έχουν έγνοια το λουτρό, Νεφέλη και Υάλη και Ρανίδα,
Φιάλη και Ψεκάδα, όλες μαζί χύνουν νερό από βαθιά κανάτια.
Λούζονταν η ολύμπια θεά στο γνώριμο λημέρι. Γύρω κάψα,
και ξαφνικά του Κάδμου ο εγγονός, στου κυνηγιού την παύση, αποσταμένος,
χαμένος μες στου δάσους τα πυκνά και σ’ άγνωστα πατώντας μονοπάτια
δίχως να νιώσει βρέθηκε εκεί — κι ήταν αυτό της μοίρας του γραμμένο.
Δεν πρόκανε να μπει μες στη σπηλιά που ανάδινε δροσιά με τα νερά της,
κι ευθύς οι νύμφες, όλες τους γυμνές, καθώς τον είδαν άγνωρο και άντρα,
εχτύπησαν τα στήθια —συμφορά!—, αρχίνισαν να κράζουν, κι οι φωνές τους
αντιλαλούσαν μες στη λαγκαδιά. Κατόπι έτρεξαν και σφίχτηκαν τριγύρω
με τα κορμιά να κρύψουν τη θεά. Ανώφελο, με το παράστημά της
ξεχώριζε ανάμεσα σ’ αυτές η Άρτεμη, ώμοι και κεφαλή της.
Πορφύρα απλώνει μες στον ουρανό την ώρα όπου γέρνοντας ο ήλιος
λοξό χτυπάει στα σύννεφα το φως, ή το πρωί όταν χαράζει η μέρα,
άλικο και το χρώμα της θεάς γιατί γυμνή την είδαν μάτια ανθρώπου.
Νύμφες και βάγιες γύρω της κλοιός πασχίζουν να σκεπάσουν την κυρά τους,
κι εκείνη στρέφοντας λιγάκι, το κορμί εγύρισε το βλέμμα της ξοπίσω.
Την ώρα εκείνη ορέγονταν σφοδρά να πιάσει τις σαγίτες πού δεν είχε—
δεν είχε άλλο, μόνο το νερό, και παίρνοντας νερό μέσα στη χούφτα
το έριξε στο πρόσωπο του αντρός, του ράντισε την κόμη χολωμένη,
και τέτοιο λόγο είπε η θεά, της συμφοράς που μέλλονταν το λόγο:
«Σύρε, λοιπόν, και πες πως μ’ έχεις δει, ολόγυμνη θεά χωρίς το πέπλο—
άμα μπορείς, κι αν εύρεις τη λαλιά!» Τόση μονάχα ήταν ή φοβέρα·
την ίδια ώρα κέρατα ελαφιού στο ραντισμένο φύτρωσαν κεφάλι,
μεγάλωσε σε μάκρος ο λαιμός και μυτερά ορθώθηκαν τ’ αφτιά του,
τα δάχτυλά του γίνηκαν οπλές και μακριά τα χέρια του ποδάρια,
ολάκερο το δέρμα του κορμιού κεντήθηκε με στίγματα και βούλες.
Θρέψε σκύλο να σε φάει
Του φύτεψε και φόβο στην καρδιά — τρέχει γοργά ο γιος της Αυτονόης,
κι όπως ανοίγει βήμα απορεί πού βρήκε εντός του τέτοια γρηγοράδα.
Κατόπι που είδε μέσα στο νερό τα κέρατα και τη θωριά αλλαγμένη
έκανε να φωνάξει «συφορά!» αλλά φωνή δεν έβγαινε ανθρώπου —
αντίς για τη φωνή το μουγκρητό, και δάκρυα που κύλησαν συνάμα
σε μάγουλα αλλιώτικα· ο νους δεν ήταν πειραγμένος, μόνο τούτος.
Δεν ξέρει τώρα πού να πορευτεί, να βγει στο γυρισμό για το παλάτι
ή να λουφάξει μες στις ρεματιές; Ντροπή το ένα, τ’ άλλο τον τρομάζει.
Δεν έπαιρνε απόφαση, κι εκεί πού στέκονταν τον είδαν τα σκυλιά του,
ο Μαυροπόδης πρώτος κι ο Ιχνευτής, και δώσαν με το γάβγισμα σινιάλο —
ο Ιχνευτής που ήταν Κρητικός, κι ο Μαυροπόδης γέννημα της Σπάρτης.
Από κοντά ορμήξαν κι οι λοιποί, πιο γρήγοροι κι απ’ την πνοή του ανέμου,
Παμφάγος και Βουνίσιος και Δορκεύς, αρκαδικά ζαγάρια και οι τρεις τους
ο Σίφουνας κι ο Ζαρκαδοφονιάς, ο Θηρευτής, γιομάτος αγριάδα,
μαζί κι ο γοργοπόδης Φτερωτός, ο Αγρευτής, λαγωνικό απ’ τα πρώτα,
ο Υλαίος με το τραύμα του νωπό από τα δόντια κάπρου μανιασμένου,
η Νάπη, φύτρα λύκου ή μισή, του κοπαδιού φρουρός η Βοσκοπούλα,
η Άρπυια που έτρεχε μπροστά με ακόλουθους τα δυο της τα κουτάβια,
στα πισινά του πόδια λυγερός ο Λάδωνας από τη Σικυώνα,
Κανάκη, Αστραπή και Παρδαλή, η Τίγρη κι η Αλκή, γεροδεμένη,
ο Άσπρος, με το τρίχωμα λευκό, και ο Μουτζούρης με το σκούρο χρώμα,
ο Λάκωνας, ο πρώτος στην ορμή, και στην τρεχάλα πρώτος ο Τυφώνας,
ο Σβέλτος, η Λυκίσκη και μαζί ο γρήγορος Κυπραίος, ο αδερφός της,
ο Αρπαχτής που είχε καταμεσής στο κούτελο το μαύρο άσπρη βούλα,
η Λάχνη με την τρίχα τη δασιά, και πλάι της ο γκέκας ο Αράπης,
ο Λάβρος, όλο λύσσα, κι ο Δοντάς, που Κρητικός τους φύτεψε πατέρας
κι είχανε μάνα Λάκαινα· εκεί κι ο Αλυχτής με μια φωνή στριγγλιάρα
κι άλλα πολλά, σκυλιά κάθε λογής. Όλα μαζί την άγρα λαχταρώντας
μεσ’ από βράχια, πέτρες και γκρεμνά, στενοποριές και περασιές κλεισμένες,
σε κακοτράχαλες, απόρευτες μεριές και σε πλαγιές αδιάβατες χυθήκαν.
Εκείνος τρέχει — θήραμα εκεί που κάποτε ο ίδιος κυνηγούσε,
πασχίζει να γλυτώσει απ’ τα σκυλιά που κάποτε τον ήξεραν αφέντη.
Θέλει να τους φωνάξει «είμαι εγώ! γνωρίστε τον αφέντη σας! Ο Ακταίων!»
το θέλει μα του λείπει η μιλιά, κι εκείνα ν’ αλυχτάνε μες στ’ αφτιά του.
Ο Μαυρομάλλης πήρε την πρωτιά και έμπηξε τα δόντια του στη ράχη,
του χύμηξε κατόπιν ο Φονιάς, στον ώμο του καρφώθηκε ο Βουνίτης.
Είχαν ξεμείνει τούτα στην αρχή, μετά πού κόψαν δρόμο μες στα όρη
αφήκαν πίσω τ’ άλλα τα σκυλιά και πρόκαναν να παύσουν τη φυγή του.
Όλο το τσούρμο τώρα είν’ εκεί κι όλα μαζί δαγκώνουν το κορμί του —
αδάγκωτη δεν έμεινε μεριά. Βογγάει αυτός· δεν έλεγες πως είναι
ανθρώπινο αυτό το βογγητό, κι ωστόσο δε βογκούσε σαν ελάφι·
στις ράχες που τις γνώριζε καλά αντιλαλούσε το παράπονό του,
πεσμένος με τα γόνατα στη γης σαν κάποιος που προσεύχονταν, ικέτης,
γυρόφερνε το βλέμμα σιωπηλά λες κι άπλωνε τα χέρια στον εχθρό του.
Κι από κοντά οι συντρόφοι με κραυγές ξεσήκωναν των ζαγαριών το τσούρμο.
Ανήξεροι τον γύρευαν παντού, ρωτούσανε «που να ’ναι ο Ακταίων;»,
κατόπι, σα να βρίσκονταν μακριά, όλοι μαζί φώναζαν το όνομά του
(τον φώναζαν και γύριζε αυτός), ώρα που βρήκε, λέγαν, για να λείψει,
τι τον κρατάει και δεν μπορεί να δει το τυχερό που είχαν στο κυνήγι;
Μακάρι να μη βρίσκονταν εκεί, από μακριά, όπως κι οι σύντροφοι του,
να έβλεπε το έργο των σκυλιών, να μη το νιώθει πάνω στο κορμί του.
Του έμπηξαν τα δόντια, από παντού τον έζωσαν ολάκερη αγέλη,
βλέπαν εικόνα ψεύτρα ελαφιού και ξέσκιζαν του αφέντη τους τα μέλη.
Χίλιες πληγές το δόλιο του κορμί, ξεψύχησε, κι έτσι τον παρατήσαν,
και τότε μόνο, λένε, η θεά εχόρτασε του γδικιωμού τη λύσσα.
Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής. Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους: διαδρομές στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου. Αθήνα: Gutenberg, 2009, σ. 134-138.
Εξαιρετικό βιβλίο, που μόλις σήμερα ανεκάλυψα. Ο συγγραφέας έχει ταλέντο στο να μεταμορφώνει ένα θέμα εκ πρώτης όψεως αδιάφορο (τη λατινική ποίηση) σε κάτι ενδιαφέρον, μεταχειριζόμενος άνετο, ελκυστικό ύφος. Και οι μεταφράσεις του διόλου κακές.