Μου άρεσε επίσης που ξεκαθάρισα ότι τα κεφαλάκια δεν είναι αποφασιστικά
Προφανώς. Η μανία ταύτισης οποιασδήποτε εικονιστικής μορφής στη διακόσμηση ενός τάφου με συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα είναι ένα από τα ελαττώματα δύο εκ των τεσσάρων αρχαιολόγων της Βεργίνας, αλλά και πολλών από τους Έλληνες και ξένους αρχαιολόγους που υποστηρίζουν ότι ο τάφος Β΄ είναι του Φιλίππου Γ΄. Είναι άλλο πράγμα η ταύτιση των δύο κεντρικών μορφών της τοιχογραφίας του κυνηγιού, αναγκαία λόγω της καταφανώς εξέχουσας συμβολικής θέσης τόσο του έργου στον τάφο όσο και των μορφών στο έργο, και άλλο πράγμα η μανία ταύτισης παραπληρωματικών μορφών της τοιχογραφίας ή ανθρώπινων μορφών σε άλλα σημεία της διακόσμησης με ιστορικά πρόσωπα, τον νεκρό ή την οικογένειά του. Το δεύτερο είδος ταύτισης θα μπορούσε ίσως να ισχύει σε περιπτώσεις που υπάρχουν πολύ σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της ταύτισης, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επίλυση του ζητήματος της ταυτότητας του νεκρού και της χρονολόγησης του τάφου.
Κάτι τελευταίο: στο πρόσφατο
Χαμηλάκειο πόνημα που υποβάλλει την αρχαιολογία στη βάσανο της κοινωνικής ανθρωπολογίας, διάβασα:
the possibility that this wealth could be (if the scholars who date the main tomb after the Alexandrian conquests are correct) the loot from the ‘barbaric orient’, that is, the oppositional entity that ancient Hellenism was constructed against.
Πέρα από το ότι με ενδιαφέρει να λύσω αυτό το if παρά να στηρίξω πάνω του ανθρωπολογικές αναλύσεις, αναρωτιέμαι: αυτό το περί loot είναι νέο φρούτο; Γιατί o Χατζόπουλος δεν αναφέρει τέτοια θεωρία. Εγώ κατάλαβα ότι γίνεται λόγος για Μακεδόνες που επιστρέφουν με χρήμα και αγοράζουν πλούσια αντικείμενα, όχι ότι επιστρέφουν με πλιάτσικο.
Φοβάμαι -ή τουλάχιστον ελπίζω- πως ο Χαμηλάκης μιλάει απλώς μεταφορικά και με ανακρίβεια εν τη ρύμη του κοινωνιολογικού του λόγου για να τονίσει το επιχείρημά του: δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι Έλληνες εθνικιστές τη Βεργίνα ως σύμβολο αν τα έργα του τάφου Β΄ ήταν απλώς το -δευτερογενές, θέλω να ελπίζω ότι εννοεί- προϊόν του πλιάτσικου της Ασίας. Δεν ξέρω να έχει υποστηρίξει ποτέ κανείς ότι τα ευρήματα είναι μεταφερμένα από την Ασία.
Το πρόβλημά μου με την Ανδρονικιάδα του Χαμηλάκη το έχω εκθέσει στου Σαραντάκου. Συμφωνώ με πολλά από αυτά που λέει και το αφήγημά του είναι ενδιαφέρον και χρήσιμο, αλλά, ίσως επειδή δεν γνωρίζει επαρκώς πρόσωπα και πράγματα, παραβλέπει πολλά δεδομένα με αποτέλεσμα η τελική του εικόνα να είναι λίγο παραπλανητική.
Πρώτα απ' όλα, η εικόνα αυτή σκιαγραφεί έναν Ανδρόνικο περίπου προορισμένο από τη μοίρα του, το ιστορικό του περιβάλλον, τη δημόσια θέση του και την επιστημονική του ιδιοσυγκρασία να ταυτίσει τον τάφο με τον τάφο του Φιλίππου. Η εικόνα αυτή σκοντάφτει όμως στο γεγονός, το οποίο αναφέρει μόνο en passant, ότι ο Ανδρόνικος αρχικά δεν πίστευε ότι οι Αιγές βρίσκονται στην Βεργίνα. Όταν στο πρώτο συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία ο Hammond είχε εκθέσει τη θέση του, ο Ανδρόνικος είχε μιλήσει σχεδόν υποτιμητικά για αυτήν, σε μια εποχή που ήταν ήδη πεπεισμένος ότι η Μεγάλη Τούμπα πρέπει να περιλαμβάνει σημαντικούς τάφους. Εγώ θα αντέτεινα ένα διαφορετικό αφήγημα για τον Ανδρόνικο του 1977: ο αρχαιολόγος που σκάβει εμμονικά και χωρίς να βρίσκει τίποτε σε ένα μνημείο που ξέρει από την αρχαιολογική του πείρα ότι πρέπει να είναι σημαντικό, έχει την πονηριά να πλευρίσει αμέσως τον Καραμανλή (πρωθυπουργό και Μακεδόνα) ώστε να πετύχει πρωτόγνωρη για την εποχή υλικοτεχνική βοήθεια και επαρκείς συνθήκες φύλαξης του μνημείου (μέχρι το άνοιγμα του τάφου, δυο χωροφύλακες ήταν η φύλαξη της ανασκαφής), αλλά και την αυταρέσκεια και την προσωπική φιλοδοξία να εκμεταλλευτεί στη συνέχεια τον θόρυβο και τα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής ώστε να προβάλει τον εαυτό του και τη δουλειά του. Για να ξέρουμε για τι είδους αρχαιολογία μιλάμε την περίοδο εκείνη, ο Λαζαρίδης που τον θυμήθηκαν όλοι με την Αμφίπολη ήταν για χρόνια ο μοναδικός αρχαιολόγος σε όλη την περιοχή από τις λίμνες του Λαγκαδά ως τη Θράκη. Η Μακεδονία την εποχή του Ανδρόνικου ήταν terra incognita από αρχαιολογικής πλευράς και είναι απολύτως ευεξήγητο να προβάλλει ένας αρχαιολόγος της εποχής το εύρημά του όπως μπορεί ώστε να μπορεί να κάνει τη δουλειά του πρώτα απ' όλα. Δεν λέω ότι το δικό μου αφήγημα ακυρώνει καθ' οιονδήποτε τρόπο το αφήγημα του Χαμηλάκη, λέω απλώς ότι πρέπει να έχουμε κατά νου και αυτό το αφήγημα ώστε να μη μένουμε σε μια κοινωνιολογικά ενδιαφέρουσα αλλά όχι απολύτως ακριβή εικόνα.
Την ίδια έλλειψη γνώσης προσώπων και πραγμάτων δείχνει η επιμονή του Χαμηλάκη και άλλων κοινωνιολογιζόντων αρχαιολόγων στην αμφισβήτηση ταύτισης Αιγών και Βεργίνας από τον Φάκλαρη. Ας το πω ωμά χωρίς να επεκταθώ: οι λόγοι της αμφισβήτησης μου μοιάζουν ψυχολογικής περισσότερο παρά επιστημονικής υφής και δεν υπάρχει κανείς σοβαρός αρχαιολόγος και ιστορικός (πέρα από έναν συνταξιούχο καθηγητή του ΑΠΘ) σήμερα να δέχεται την αντίρρηση του Φάκλαρη. Με την έννοια αυτή, είναι κάπως σόλοικο να ερμηνεύσουμε την επίθεση που δέχτηκε στη συνέχεια ο Φάκλαρης στη λογική "αχά, τους χάλασε την εθνικιστική μαγιά, γι' αυτό τον χτυπούν τώρα". Ε, πολλοί του επιτέθηκαν επειδή απλά έχει άδικο, τι να κάνουμε τώρα.
Αντίστοιχο, και σοβαρότερο, είναι το πρόβλημα της έλλειψης ενδιαφέροντος από τον Χαμηλάκη για την altera pars. Γιατί, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς στο αφήγημά μας περί επηρεαζόμενης από μη επιστημονικούς λόγους αρχαιολογικής ανάλυσης θα πρέπει να δούμε ότι το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με πολλούς από τους υποστηρικτές της ταύτισης του νεκρού του τάφου Β΄ με τον Φίλιππο Γ΄. Διάχυτη στον αγγλοσαξωνικό κυρίως κόσμο είναι η λογική «για να λένε οι εμφορούμενοι από εθνικιστική λογική Έλληνες αρχαιολόγοι ότι ο τάφος Β΄ είναι του Φιλίππου Β΄ θα το λένε αναμφίβολα επειδή έτσι τους βολεύει για την ιδεολογική κατάχρηση του ευρήματος· άρα είναι
εξ ορισμού πιθανότερο να είναι ο τάφος του Φιλίππου Γ΄». Με άλλα λόγια, η ιδεολογικοποίηση της αρχαιολογίας ερμηνείας είναι δίκοπο μαχαίρι: δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ισχύει και η ιδεολογικοποίηση δια της αντιθέσεως.
Και κάτι (λίγο) άσχετο. Προσωπικά είχα πάντοτε πρόβλημα από τα φοιτητικά μου ήδη χρόνια να καταλάβω τη μανία ενασχόλησης με την έλλειψη αντικειμενικότητας στην ιστορική ανάλυση.
Προφανώς δεν υπάρχει ποτέ, πουθενά και σε κανέναν αντικειμενικότητα. Όλοι επηρεαζόμαστε αποφασιστικά από το κοινωνικό μας περιβάλλον, τις παραστάσεις μας, τις ιδεολογικές μας προκείμενες, την όλη μας συγκρότηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας. Το μόνο που χρειάζεται είναι ο αναστοχασμός των επιρροών μας αυτών· φέρνοντάς τις στην επιφάνεια αμβλύνουμε λίγο την παραμόρφωση που επιφέρουν και μπορούμε να συνεχίσουμε την κυρίως δουλειά μας. Δεν μπορούμε όμως να μένουμε συνεχώς στο επίπεδο του αναστοχασμού, γιατί κι αυτό είναι αδιέξοδο (αναστοχασμός της διαδικασίας του αναστοχασμού: μπορχεσιανός εφιάλτης)· δεν είναι αυτή η ουσία του métier.