Τα ρήματα σε –άρω είχαν την τιμητική τους στη συζήτηση για το γκουγκλάρω.
Ήδη από τα χρόνια του μεσαίωνα είναι παραγωγικότατο το επίθημα –άρω για το σχηματισμό ρημάτων από ξένες λέξεις. Ξεκινήσαμε να τις φτιάχνουμε από ιταλικές και βενετσιάνικες που είχαν ανάλογη κατάληξη στα δικά τους ρήματα, π.χ. αβαντζάρω από το avanzare. Ξεφυλλίζοντας το Μεσαιωνικό του Κριαρά σημείωσα αρκετά τέτοια ρήματα με διάφανη σημασία, που όμως δεν χρησιμοποιούνται σήμερα:
αβιζάρω (ειδοποιώ), αλαργάρω (απομακρύνω –ομαι), βιζιτάρω, γκουβερνάρω, εζαμινάρω, ιμπορτάρω, μανιτζάρω (από το βενετικό manizar· σήμερα, από τα αγγλικά: μανατζάρω), μεριτάρω (αξίζω), μπαλοτάρω (ψηφίζω· όπως και οι μπαλοθιές των Κρητικών, από τη ballotta «σφαιρίδιο»), ντιβινάρω κ.ο.κ.
Υπάρχουν μερικές που τις χρησιμοποιούμε ακόμα, π.χ.
(α)κοστάρω, αμολάρω, κουμαντάρω, κουράρω, κρεπάρω, μπαρκάρω, μπατάρω, μπουκάρω, ορτσάρω.
Στη συνέχεια φτιάχναμε όλο και περισσότερα ρήματα σε –άρω από τα γαλλικά και τα αγγλικά, χωρίς να χρειαζόμαστε κάποιο –are στο τέλος της ξένης λέξης, ή κατευθείαν από ελληνικά ουσιαστικά ξένης προέλευσης π.χ. λανσάρω (γαλλ. lancer), σουτάρω (< σουτ, αγγλικό shoot), γιουχάρω (< γιούχα, τουρκικό yuha).
Δείτε το σχετικό λήμμα στο ΛΚΝ:
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq="-άρω"&dq=
Το ΛΚΝ έχει καμιά εκατοστή ρήματα στο κλιτικό πρότυπο Ρ6 (τρατάρω τρατάρομαι) και ίσως άλλα τόσα στο Ρ6α (αυτά που δεν έχουν μεσοπαθητική).
Τα ρήματα αυτά ωστόσο είναι αρκετά περισσότερα αφού το λεξικό δεν έχει ρήματα όπως γκουγκλάρω, εξιτάρω, κλικάρω, κρασάρω, λογκάρω, μιξάρω, μπανάρω, μπουτάρω, ξεπαρκάρω, πιτσικάρω, ποστάρω, σορτάρω, σπαμάρω, στροφάρω και άλλα — ρήματα καθημερινά, γνωστά, ενίοτε χρήσιμα. (Νιώθω έναν πειρασμό να επιδιώξω τη δημιουργία μιας πλήρους λίστας.)
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε (κάπου το έχουμε ξαναγράψει) είναι ο σχηματισμός των χρόνων κ.λπ. Είναι περίπου σαν να έχουμε να κάνουμε με ρήματα σε –ίζω.
Δείτε τα ουσιαστικά (τρατάρισμα, φρενάρισμα, ζιπάρισμα, μποτιλιάρισμα), τα επίθετα (αλαμπικάριστος, ατρακάριστος, φαλτσαριστός, σπατουλαριστός), τις παθητικές μετοχές (σοκαρισμένος, κεντραρισμένος, ντοπαρισμένος, φορμαρισμένος) ή τον παθητικό αόριστο (τραταρίστηκα, σενιαρίστηκε).
Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε και στον αόριστο της ενεργητικής, όπου το [ísa] του τέλους μπορεί να μπερδευτεί με την ομόηχη κατάληξη άλλων ρημάτων. Όμως δεν είναι σαν το λαχτάρησα ή το φλυάρησα, αλλά, όπως είδαμε κι από τους άλλους τύπους, τελειώνουν σε –άρισα. Για καθένα από τα παρακάτω θα βρείτε και μερικά ανορθόγραφα σε –άρησα:
μακιγιάρισα
τρακάρισα
καβατζάρισα
κορνιζάρισα
μοντάρισα
μπλοκάρισα
πατρονάρισε
μπαρκάρισε
τεστάρισε
καλμάρισε
και πάει λέγοντας.
Ήδη από τα χρόνια του μεσαίωνα είναι παραγωγικότατο το επίθημα –άρω για το σχηματισμό ρημάτων από ξένες λέξεις. Ξεκινήσαμε να τις φτιάχνουμε από ιταλικές και βενετσιάνικες που είχαν ανάλογη κατάληξη στα δικά τους ρήματα, π.χ. αβαντζάρω από το avanzare. Ξεφυλλίζοντας το Μεσαιωνικό του Κριαρά σημείωσα αρκετά τέτοια ρήματα με διάφανη σημασία, που όμως δεν χρησιμοποιούνται σήμερα:
αβιζάρω (ειδοποιώ), αλαργάρω (απομακρύνω –ομαι), βιζιτάρω, γκουβερνάρω, εζαμινάρω, ιμπορτάρω, μανιτζάρω (από το βενετικό manizar· σήμερα, από τα αγγλικά: μανατζάρω), μεριτάρω (αξίζω), μπαλοτάρω (ψηφίζω· όπως και οι μπαλοθιές των Κρητικών, από τη ballotta «σφαιρίδιο»), ντιβινάρω κ.ο.κ.
Υπάρχουν μερικές που τις χρησιμοποιούμε ακόμα, π.χ.
(α)κοστάρω, αμολάρω, κουμαντάρω, κουράρω, κρεπάρω, μπαρκάρω, μπατάρω, μπουκάρω, ορτσάρω.
Στη συνέχεια φτιάχναμε όλο και περισσότερα ρήματα σε –άρω από τα γαλλικά και τα αγγλικά, χωρίς να χρειαζόμαστε κάποιο –are στο τέλος της ξένης λέξης, ή κατευθείαν από ελληνικά ουσιαστικά ξένης προέλευσης π.χ. λανσάρω (γαλλ. lancer), σουτάρω (< σουτ, αγγλικό shoot), γιουχάρω (< γιούχα, τουρκικό yuha).
Δείτε το σχετικό λήμμα στο ΛΚΝ:
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq="-άρω"&dq=
Το ΛΚΝ έχει καμιά εκατοστή ρήματα στο κλιτικό πρότυπο Ρ6 (τρατάρω τρατάρομαι) και ίσως άλλα τόσα στο Ρ6α (αυτά που δεν έχουν μεσοπαθητική).
Τα ρήματα αυτά ωστόσο είναι αρκετά περισσότερα αφού το λεξικό δεν έχει ρήματα όπως γκουγκλάρω, εξιτάρω, κλικάρω, κρασάρω, λογκάρω, μιξάρω, μπανάρω, μπουτάρω, ξεπαρκάρω, πιτσικάρω, ποστάρω, σορτάρω, σπαμάρω, στροφάρω και άλλα — ρήματα καθημερινά, γνωστά, ενίοτε χρήσιμα. (Νιώθω έναν πειρασμό να επιδιώξω τη δημιουργία μιας πλήρους λίστας.)
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε (κάπου το έχουμε ξαναγράψει) είναι ο σχηματισμός των χρόνων κ.λπ. Είναι περίπου σαν να έχουμε να κάνουμε με ρήματα σε –ίζω.
Δείτε τα ουσιαστικά (τρατάρισμα, φρενάρισμα, ζιπάρισμα, μποτιλιάρισμα), τα επίθετα (αλαμπικάριστος, ατρακάριστος, φαλτσαριστός, σπατουλαριστός), τις παθητικές μετοχές (σοκαρισμένος, κεντραρισμένος, ντοπαρισμένος, φορμαρισμένος) ή τον παθητικό αόριστο (τραταρίστηκα, σενιαρίστηκε).
Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε και στον αόριστο της ενεργητικής, όπου το [ísa] του τέλους μπορεί να μπερδευτεί με την ομόηχη κατάληξη άλλων ρημάτων. Όμως δεν είναι σαν το λαχτάρησα ή το φλυάρησα, αλλά, όπως είδαμε κι από τους άλλους τύπους, τελειώνουν σε –άρισα. Για καθένα από τα παρακάτω θα βρείτε και μερικά ανορθόγραφα σε –άρησα:
μακιγιάρισα
τρακάρισα
καβατζάρισα
κορνιζάρισα
μοντάρισα
μπλοκάρισα
πατρονάρισε
μπαρκάρισε
τεστάρισε
καλμάρισε
και πάει λέγοντας.