αναστήλωση ή αναστύλωση;
Άλλη μια παράπλευρη συνέπεια της σύγχυσης μεταξύ
στήλης και
στύλου είναι η ορθογράφηση στα [anastilóno] και [anastílosi]. Οι λέξεις με βάση τον
στύλο είναι υπαρκτές (
αναστύλωση,
αναστυλώνω/ώνομαι,
αναστυλωμένος,
αναστύλωμα) αλλά πιο περιορισμένες σε χρήση· οι συνήθεις χρήσεις σε ιστορικά μνημεία και στις εικόνες με το πέρας της εικονομαχίας είναι με τη λ.
αναστήλωση. Η μεταφορική σημασία "αποκατάσταση | επαναφορά" αποδίδεται με την
αναστήλωση, ενώ η μεταφορική σημασία "τόνωση | αναζωογόνηση | στήριξη" αποδίδεται με την
αναστύλωση. Οι λεξικογραφικοί ορισμοί, απ' όπου και τα συμπεράσματα για τη χρήση τους, είναι οι εξής:
αναστηλώνω:
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αναστηλώνω&dq=
αναστυλώνω:
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αναστυλώνω&dq=
Αξιοσημείωτο είναι ότι στα αγγλικά η
αναστήλωση είναι σπανιότατα
anastelosis ενώ σχεδόν πάντα
anastylosis, επιτείνοντας τη σύγχυση.
στηλώθηκα ή στυλώθηκα;
Εδώ τα πράγματα —παρά την επίσης συχνή σύγχυση— είναι πιο ξεκάθαρα, καθότι το εννοούμενο ρήμα είναι
στυλώνω [<
στυλόω]: http://greek_greek.enacademic.com/161663 Επίσης το
στυλώνω βρίσκεται και στις εκφράσεις «τα στύλωσε», «στυλώνω τα πόδια μου» κλπ.
Ρήμα
στηλώνω βεβαίως υπάρχει, αλλά εδώ αυτό είναι το πολύ σπανιότερο και πιο περιορισμένο στη χρήση: http://greek_greek.enacademic.com/160373