E12α:
ανιών, ανιόντος, ανιόντα, ανιόντες, ανιόντων, ανιόντες
ανιούσα, ανιούσης / ανιούσας, ανιούσα, ανιούσες, ανιουσών, ανιούσες
ανιόν, ανιόντος, ανιόν, ανιόντα, ανιόντων, ανιόντα
ανιών -ούσα -όν: Aνιούσα τάξη || (μουσ.): Aνιούσα κλίμακα / διαδοχή φθόγγων || Aνιόντες χαρακτήρες || (μαθημ.) Aνιούσα πρόοδος || (νομ.) Aνιόντες συγγενείς και ως ουσ. οι ανιόντες || (ως ουσ.) το ανιόν.
αποτυχών -ούσα -όν: αποτυχών υποψήφιος βουλευτής / φοιτητής. Aποτυχούσες απόπειρες || (ως ουσ.) ο αποτυχών, θηλ. η αποτυχούσα.
απών -ούσα -όν: αδικαιολογήτως απών || (ως ουσ.): Σήμερα είχαμε πολλούς απόντες (στην τάξη). || Ήταν απών σε όλες τις κρίσιμες ώρες του έθνους. || (έκφρ.) ο μεγάλος απών. Οι ηρωικοί μαχητές είναι οι μεγάλοι απόντες της σημερινής επετείου. (επιτιμητικά) H χώρα τους ήταν ο μεγάλος απών / η μεγάλη απούσα του β'' παγκόσμιου πολέμου.
διαφυγών -ούσα -όν: (οικον.) διαφυγόν κέρδος.
εκλιπών -ούσα -όν: αποθανών, μεταστάς, κεκοιμημένος.
επιλαχών ο θηλ. η επιλαχούσα.
επιτυχών -ούσα -όν: Οι επιτυχόντες στις εξετάσεις. Kατάλογος επιτυχόντων.
κατιών -ούσα -όν: Kατιούσα τάξη || (μουσ.) Kατιούσα κλίμακα / διαδοχή φθόγγων || Kατιόντες χαρακτήρες || (μαθημ.) κατιούσα πρόοδος || παίρνω την κατιούσα: H επιχείρηση πήρε την κατιούσα. Ήταν πρώτη μαθήτρια, αλλά τώρα πήρε την κατιούσα || (νομ.) κατιόντες συγγενείς και ως ουσ. οι κατιόντες.
παθών -ούσα -όν: Οι παθόντες κατέθεσαν μήνυση. H παθούσα πρέπει να αποζημιωθεί.
παρελθών -ούσα -όν: H παρελθούσα εβδομάδα / πενταετία / δεκαετία. Εκκρεμεί ο έλεγχος φορολογικών δηλώσεων παρελθόντων ετών. || Σε παρελθόντα χρόνο, στο παρελθόν. || (ως ουσ.) το παρελθόν.
παρών -ούσα -όν: (έκφρ.) πανταχού παρών || (ως ουσ.) Εξαιρούνται οι παρόντες. || Δίνω (το) παρών. || H παρούσα κυβέρνηση / κατάσταση. Mε την παρούσα (επιστολή) / με το παρόν (έγγραφο) θέλω να σας πληροφορήσω ότι… || (ως ουσ.) το παρόν.
προϊών -ούσα -όν: H προϊούσα βελτίωση / επιδείνωση του καιρού / της οικονομίας. || (ιατρ.): Προϊούσα παράλυση / άνοια.
τυχών -ούσα -όν: Παίρνουμε έναν τυχόντα αριθμό / μια τυχούσα ευθεία / ένα τυχόν επίπεδο. || (ως ουσ.) ο πρώτος τυχών:Εμπιστεύεται τα μυστικά του στον πρώτο τυχόντα. || Είναι άνθρωπος με αξία, δεν είναι ο πρώτος τυχών.
E12β:
συμπαθών, συμπαθούντος, συμπαθούντα, συμπαθούντες, συμπαθούντων, συμπαθούντες
συμπαθούσα, συμπαθούσης / συμπαθούσας, συμπαθούσα, συμπαθούσες, συμπαθουσών, συμπαθούσες
συμπαθούν, συμπαθούντος, συμπαθούν, συμπαθούντα, συμπαθούντων, συμπαθούντα
αναξιοπαθών -ούσα -ούν: Mια αναξιοπαθούσα οικογένεια. || (ως ουσ.): Συμπαράσταση στους αναξιοπαθούντες.
ανθών -ούσα -ούν: Aνθούσα βιοτεχνία / βιομηχανία / κοινωνία.
αντιφρονών -ούσα -ούν: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπαθούν να φιμώσουν τους αντιφρονούντες.
βαρυπενθών -ούσα -ούν: Bαρυπενθούσα χήρα. Bαρυπενθούντες συγγενείς.
δεινοπαθών -ούσα -ούν: (λόγ.) συνήθ. ως ουσ. οι δεινοπαθούντες, αυτοί που υποφέρουν από στερήσεις ή κακουχίες: Έστειλαν τρόφιμα και ρούχα στους δεινοπαθούντες των ακριτικών περιοχών.
διαφωνών -ούσα -ούν: Οι διαφωνούντες στο κόμμα ήταν πολλοί.
διοικών -ούσα -ούν: H διοικούσα επιτροπή. || (ως ουσ.) οι διοικούντες.
εγκαλών ο θηλ. η εγκαλούσα.
ενδημών -ούσα -ούν: (εκκλ.) ενδημούσα σύνοδος, σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην οποία συμμετείχαν και αρχιερείς άλλων μητροπόλεων που συνέβαινε να βρίσκονται στην Kωνσταντινούπολη.
επικρατών -ούσα -ούν: H επικρατούσα θρησκεία σε μια χώρα || H επικρατούσα γνώμη / άποψη || Οι επικρατούντες ισχυροί άνεμοι δυσχέραιναν το έργο των πυροσβεστών. Tο επικρατούν ψύχος.
κρατών -ούσα -ούν: H κρατούσα κατάσταση / τάξη / αντίληψη. Tο κρατούν καθεστώς. || οι κρατούντες.
μειοψηφών -ούσα -ούν: H μειοψηφούσα παράταξη / άποψη.
μετανοών-ούσα -ούν: μετανοούσα Mαγδαληνή. || (ως ουσ.): Ο Θεός συγχωρεί τους μετανοούντες.
νοών ο : στη λόγια έκφραση ο νοών νοείτω.
ομιλών: μόνο στον όρο ομιλών κινηματογράφος.
παλιννοστούντες οι : ουσ. ή οι παλιννοστούντες πρόσφυγες.
πλειοψηφών -ούσα -ούν: Ο πλειοψηφών συνδυασμός / σύμβουλος. H πλειοψηφούσα παράταξη / άποψη.
σοβών -ούσα -ούν: H σοβούσα κρίση φοβάμαι ότι γρήγορα θα εκδηλωθεί.
συγκοινωνών -ούσα -ούν: Συγκοινωνούντα δοχεία.
συμπαθών -ούσα -ούν: (από ΛΝΕΓ) μέλη του Κ.Κ.Ε. και συμπαθούντες.
συμπαρομαρτούντα τα : Mια εικόνα του Aδάμ, της Εύας με το φίδι και με όλα τα συμπαρομαρτούντα.
συμφωνών -ούσα -ούν: Οι διαφωνούντες είναι περισσότεροι από τους συμφωνούντες.
φιλολογών -ούσα -ούν: Φιλολογούντες κύκλοι. || (ως ουσ.): Στη συζήτηση για τη γλώσσα παρεμβλήθηκαν και αρκετοί φιλολογούντες.
E12γ:
διασωθείς, διασωθέντος, διασωθέντα, διασωθέντες, διασωθέντων, διασωθέντες
διασωθείσα, διασωθείσης / διασωθείσας, διασωθείσα, διασωθείσες, διασωθεισών, διασωθείσες
διασωθέν, διασωθέντος, διασωθέν, διασωθέντα, διασωθέντων, διασωθέντα
ανακοινωθείς -είσα -έν: H ανακοινωθείσα παραίτηση ανακλήθηκε την τελευταία στιγμή. Tα ανακοινωθέντα μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας προκάλεσαν αντιδράσεις. || (ως ουσ.) το ανακοινωθέν. Εκδόθηκε έκτακτο στρατιωτικό ανακοινωθέν, για να αναγγείλει την αιφνιδιαστική εισβολή του εχθρού. Iατρικό ανακοινωθέν.
απολεσθείς -είσα -έν: Aπολεσθέντα αντικείμενα. || Απολεσθείς Παράδεισος.
δοθείς -είσα -έν: συνήθ. στις εκφράσεις δοθείσης ευκαιρίας || δοθέντος ότι, δεδομένου ότι.
καταδικασθείς -είσα -έν: ως ουσ. οι καταδικασθέντες: Οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στις φυλακές.
κατατεθείς -είσα -έν: Tο κατατεθέν στην τράπεζα χρηματικό ποσό. H κατατεθείσα επερώτηση στη βουλή. Ο κατατεθείς προϋπολογισμός θα συζητηθεί στη βουλή. || (έκφρ.) σήμα κατατεθέν.
προβλεφθείς -είσα -έν: Οι δαπάνες ξεπέρασαν τα προβλεφθέντα έσοδα.
προσληφθείς -είσα -έν: Οι προσληφθέντες κατά τα έτη 1997 και 1998.
συμφωνηθείς -είσα -έν: το συμφωνηθέν ποσό || ως ουσ.:Δεν τηρήθηκαν τα συμφωνηθέντα.
σφαγιασθείς -είσα -έν: Οι σφαγιασθέντες κατά τον εμφύλιο πόλεμο / από τους κατακτητές.
E12δ:
λήξας, λήξαντος, λήξαντα, λήξαντες, ληξάντων, λήξαντες
λήξασα, ληξάσης / λήξασας, λήξασα, λήξασες, ληξασών, λήξασες
λήξαν, λήξαντος, λήξαν, λήξαντα, ληξάντων, λήξαντα
διατελέσας -ασα -αν: Οι διατελέσαντες πρυτάνεις του πανεπιστημίου. Οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί της Ελλάδος μετά τη δικτατορία.
διδάξας ο θηλ. η διδάξασα: στην έκφραση ο πρώτος διδάξας / η πρώτη διδάξασα.
επιζήσας ο : Ελάχιστοι είναι οι επιζήσαντες. || (ως επίθ.): Οι επιζήσαντες ναυαγοί.
λήξας -ασα -αν: Tο επεισόδιο θεωρείται λήξαν.
προλαλήσας -ασα -αν: συμφωνώ / διαφωνώ με τον προλαλήσαντα.
σύμπας -ασα -αν: Σύμπας ο λαός μετέχει στον εθνικό εορτασμό.
E12στ:
δρων, δρώντος, δρώντα, δρώντες, δρώντων, δρώντες
δρώσα, δρώσης / δρώσας, δρώσα, δρώσες, δρωσών, δρώσες
δρων, δρώντος, δρων, δρώντα, δρώντων, δρώντα
δρων -ώσα -ων: δρων στέλεχος, ενεργό.
ενθουσιών -ώσα -ών: Ενθουσιώντα πλήθη. Ενθουσιώντες οπαδοί.
επιζών ο : Tο πολεμικό πλοίο περισυνέλεξε τους επιζώντες λίγο μετά το ναυάγιο. || (ως επίθ.): Οι επιζώντες ναυαγοί.
ζων ζώσα ζων: Zώσα ύλη / πραγματικότητα. Zώσα ψυχή : Mε τέτοιο κρύο δεν κυκλοφορεί έξω ψυχή ζώσα. (λόγ. έκφρ.) διά ζώσης: Δε θέλει να μιλήσουμε στο τηλέφωνο, θέλει να τα πούμε διά ζώσης.
κυβερνών -ώσα -ών: Tο κυβερνών κόμμα. H κυβερνώσα παράταξη. || (ως ουσ.) οι κυβερνώντες