sarant
¥
Ψάχνω να δω αν υπάρχει ελληνικός όρος για την οικογένεια/ομάδα όρων, ίδιας ετυμολογικής προέλευσης, ένας από κάθε γλώσσα, που σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Το λέω άτσαλα, οπότε ας δώσω παράδειγμα.
θέατρο, αγγλ. theater, γαλλ. théatre, ιταλ. teatro... κτλ. ή
ξενοφοβία, αγγλ. xenophobia, γαλλ. xénophobie, κτλ.
Πώς το λέμε αυτό το πράγμα; Πώς θα πούμε "ο όρος ξενοφοβία και οι αντίστοιχοί του στις άλλες γλώσσες";
Σε κάτι ετυμολογικές μελέτες είχα δει (στα γαλλικά) το vocable, το οποίο ενδεχομένως αποδίδεται ελληνικά "πρωτολέξη", αλλά δεν ξέρω αν μπορούμε να το εφαρμόσουμε εδώ.
θέατρο, αγγλ. theater, γαλλ. théatre, ιταλ. teatro... κτλ. ή
ξενοφοβία, αγγλ. xenophobia, γαλλ. xénophobie, κτλ.
Πώς το λέμε αυτό το πράγμα; Πώς θα πούμε "ο όρος ξενοφοβία και οι αντίστοιχοί του στις άλλες γλώσσες";
Σε κάτι ετυμολογικές μελέτες είχα δει (στα γαλλικά) το vocable, το οποίο ενδεχομένως αποδίδεται ελληνικά "πρωτολέξη", αλλά δεν ξέρω αν μπορούμε να το εφαρμόσουμε εδώ.