Μα έχει την πλάκα του αυτό με το πέτασμα...
Όπως έγραψα πιο πάνω, στο ΛΚΝ και στο ΛΝΕΓ δεν αναφέρεται το σκέτο
πέτασμα. Μπορεί να φταίει η προέλευση από το άβολο αρχαίο
ρ. πετάννυμι = απλώνω, εκτείνω, ξεδιπλώνω (Δημητράκος), υπάρχουν όμως λήμματα για τα τρία πιο συνηθισμένα παράγωγά του (σύνδεσμοι από το ΛΚΝ):
- το καταπέτασμα, που συναντάμε σε φράσεις όπως «το καταπέτασμα του ναού» και «ο αθεόφοβος, έφαγε το καταπέτασμα»
- το παραπέτασμα, που είχε και την πολιτική χρήση με τις «χώρες του Παραπετάσματος», και
- το προπέτασμα, που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε στο «προπέτασμα καπνού».
Το ενδιαφέρον είναι ότι στον γκούγκλη θα βρούμε και άλλα παράγωγα, και μάλιστα με όχι μικρή χρήση:
- το εκπέτασμα, που είναι το άνοιγμα των πτερύγων ενός αεροσκάφους και
- το εμπέτασμα, που βλέπω να ορίζεται ως η επικάλυψη επιφάνειας τοίχου από χαρτί, η ταπετσαρία, αλλά να χρησιμοποιείται και ως όρος της ταπητουργίας.
Το
αναπέτασμα δίνει κι αυτο μερικά ευρήματα, που δεν περιορίζονται στο
αναπέτασμα της σημαίας (όπου ανταγωνίζονται την αναπέταση της σημαίας). Πάντως, το πιο ενδιαφέρον εύρημα για το αναπέτασμα είναι
εδώ, στο ελληνογαλλικό λεξικό του Félix Désiré Dehèque, του 1825.
Ο γκούγκλης δίνει επίσης ευρήματα για το αρχαίο
περιπέτασμα (γυναικείο ένδυμα), που είναι σήμερα όμως κατά βάση όρος της βιολογίας (peripetasma). Το
διαπέτασμα (=άνοιγμα γέφυρας), τέλος, μοιάζει να υπάρχει μόνο σε πατερικά κείμενα.
Λοιπόν; Έχει άδικο να νιώθει παραπεταμένο το πέτασμα; :)