I've always known it as νεκρόπολη, referring to a large cemetery and usually an ancient one. That's the meaning Babiniotes (ΛΝΕΓ) gives:
νεκρόπολη (η) [μτγν.] {-ης κ. -όλεως | -όλεις, -όλεων} ΑΡΧΑΙΟΛ. ο τόπος ταφής έξω από τις αρχαίες πόλεις, συχνά σύνολο νεκροταφείων στον ίδιο χώρο: ο Κεραμεικός ήταν η ~ των Αθηνών.
Triantafyllides (ΛΚΝ) gives both meanings, though:
νεκρόπολη η [nekrópoli] Ο33 : 1.περιοχή αρχαίας πόλης που τη χρησιμοποιούσαν ως νεκροταφείο, όπως π.χ. ο Kεραμεικός στην αρχαία Aθήνα. 2. κατεστραμμένη και ερημωμένη πόλη: H Πομπηία είναι μια απέραντη ~.
Neither mentions νεκρούπολη.
Addendum: I'll leave it to someone else to explore the fertile grounds of «εντύπωση προκαλεί/δημιουργεί/κάνει/προξενεί» and the subtle differences between the connotations of each. I do believe that «εντύπωση προκαλεί» and «προκαλεί εντύπωση» are roughly equivalent, and each is seen about as commonly as the other, but that's just my impression. :)