Στο τμήμα Πολιτισμός της σαββατιάτικης Καθημερινής (15/10/2011) δημοσιεύτηκαν τρία κείμενα για το πολυτονικό. Τα υπογράφουν ο Νίκος Βατόπουλος (υπεύθυνος του καθημερινού πολιτιστικού ρεπορτάζ), ο Μανώλης Βελιτζανίδης, διευθυντής των εκδόσεων Ίνδικτος, και η Γιώτα Κριτσέλη, διευθύντρια των εκδόσεων Κίχλη. Δεν είδα να τηρείται η δημοσιογραφική ισορροπία, δηλαδή να δημοσιεύεται και κάποιο κείμενο που να εκθέτει γιατί τα παρακάτω επιχειρήματα υπέρ του πολυτονικού είναι από άκυρα έως γελοία.
Τριάντα χρόνια μονοτονικό, αλλά τα πνεύματα επιβιώνουν
Σημαντικός αριθμός εκδοτικών οίκων επιλέγει να χρησιμοποιεί το πολυτονικό σύστημα
Tου Nικου Bατοπουλου
Αναρωτιέμαι πόσο άνετα διαβάζουν ένα πολυτονικό κείμενο οι κάτω των 30. Είναι ένα ερώτημα σε ισχύ, καθώς τα κείμενα που κυκλοφορούν με πολυτονικό έχουν αυξητική τάση. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε όσους επιλέγουν ακόμη και σε δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης τη γραμματοσειρά με πνεύματα και τόνους, αλλά σε εμπορικούς εκδοτικούς οίκους που τυπώνουν τα βιβλία τους με πολυτονικό. Τίθενται ερωτήματα. Είναι άραγε ζήτημα προσωπικής εμμονής, είναι ζήτημα αντίστασης στη γλωσσική ισοπέδωση, είναι νεύμα στην ιστορική ορθογραφία, είναι απλώς θέμα αισθητικής; Εχει ελπίδα το πολυτονικό να συμπλέει παράλληλα με την επίσημη μονοτονική γραφή ή με τη γλώσσα της γραφειοκρατίας; Για πολλούς θεωρείται εστέτ επιλογή. Για άλλους είναι ένδειξη συντηρητισμού, αλλά υπάρχουν και άλλοι που θεωρούν ότι η επιλογή του πολυτονικού έχει μία εγγενή έννοια ελευθερίας, καθώς αντιλαμβάνεται τη γλώσσα εκτός της γραφειοκρατικής και νομικής διαδικασίας.
Το μονοτονικό καθιερώθηκε από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1982. Τότε, η καινοτομία αυτή, που είχε απλώς σφραγίσει με νόμο του κράτους μία συζήτηση δεκαετιών (που είχε αναζωπυρωθεί μετά το 1975), προκάλεσε μεγάλη διχογνωμία. Ορισμένοι το είδαν ως πρόοδο και άλλοι ως οπισθοδρόμηση. Πριν από 30 χρόνια, η συζήτηση για την ιστορική ορθογραφία είχε πολλούς θιασώτες αλλά δεν είχε μεγάλο ακροατήριο. Τότε, ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε πει «η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η κατάργηση της συνέχειας. Ηδη, τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή, πάμε να καταστρέψουμε ό, τι κτίσαμε. Αυτή είναι η δραματική μοίρα του σύγχρονου ελληνισμού».
Ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της σύγχρονης γραφής που εκφράζεται κυρίως από την απλοποίηση της γραφής (και τον στραγγαλισμό της ετυμολογικής ρίζας των ξένων ονομάτων στη φωνητική, ελληνική απόδοσή τους) πηγάζει εν πολλοίς από την καθιέρωση του μονοτονικού. Και κυρίως από τη συμβολική διάσταση που εξέλαβε η υιοθέτηση του μονοτονικού στη διάρκεια κυρίως του θηριώδους λαϊκισμού της δεκαετίας του 1980.
Σήμερα, το ερώτημα παραμένει. Πώς επιζεί το πολυτονικό, από ποιους υποστηρίζεται και σε ποιους απευθύνεται; Υπάρχουν νέοι που δεν διδάχθηκαν το πολυτονικό και να το υποστηρίζουν; Είναι με άλλα λόγια θέμα ενός βιολογικού κύκλου που θα κλείσει καθώς θα εκλείψουν οι εκπρόσωποι των γενεών που το διδάχθηκαν και που σήμερα επιθυμούν τη διατήρησή του στη ζωή; Κατά τα φαινόμενα, η διαμάχη πολυτονικού και μονοτονικού μοιάζει με ένα πεδίο πολύ πιο σύνθετο και πιο περίπλοκο απ' ό, τι παλαιότερα πιστεύαμε.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_15/10/2011_459413
Να ανακτήσουν οι λέξεις το πραγματικό τους νόημα
Του Mανωλη Bελιτζανιδη*
Εις μνήμην Αγγελου Ελεφάντη
Θέλω να πιστεύω ότι η ταπεινή εργασία ενός Ελληνα εκδότη σήμερα εντάσσεται στη μεγάλη παράδοση της ελληνικής γλώσσας – ότι η γλώσσα είναι γέννημα πνευματικό ενός λαού και δεν ορίζεται από φιλολόγους, πολύ δε περισσότερο από ιδεολογήματα και σκοπιμότητες. Φυσική απόρροια αυτών των πεποιθήσεων υπήρξε και η απόφαση η Ινδικτος, από την ίδρυσή της, τον Σεπτέμβριο του 1995 –14 χρόνια μετά την καθιέρωση του μονοτονικού–, να υιοθετήσει το πολυτονικό σύστημα γραφής και μόνον αυτό. Μια τέτοια απόφαση φαινόταν τότε μάλλον ριψοκίνδυνη και μάταιη. Ισως να οδηγούσε στο περιθώριο ή να ερμηνευόταν ως ιδεολογική εμμονή σε σχήματα παρωχημένα.
Η ζωή ήρθε και δικαίωσε την απόφαση αυτή και φανέρωσε την αλήθειά της. Εξάλλου, η γλώσσα ως γεγονός πνευματικό μπορεί να καλλιεργηθεί μόνο σε περιβάλλον ελεύθερο από ιδεολογήματα και εμμονές. Οι «απλουστεύσεις» και οι «καθαρές» λύσεις, που πρότεινε το μονοτονικό, μπορεί στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης να ηχούσαν μελωδικά, ο χρόνος όμως κατέταξε τις εν λόγω «επιτυχίες» στα «σουξεδάκια» μιας εποχής που κανείς δεν θέλει να θυμάται (μήτε τα «σουξεδάκια» μήτε την εποχή) και που άφησε πίσω της το κουσούρι των «βλαχο-αγγλικών» ή, αλλιώς, greeklish.
Πλέον σήμερα, είναι κοινός τόπος ότι της οικονομικής και κοινωνικής μας χρεοκοπίας προηγήθηκε η γλωσσική μας χρεοκοπία, διά των «απλουστεύσεων» και του μονοτονικού. Η δε κοινωνική αναγέννηση, ακόμη δε και η οικονομική ανάκαμψη, προϋποθέτει την αποϊδεολογικοποίηση της γλώσσας μας. Οφείλει δηλαδή, η ελληνική κοινωνία να ανακτήσει το απολεσθέν πνευματικό της έρμα. Η αποθέωση της ήσσονος προσπαθείας, των «απλουστευμένων» λύσεων, της απαξίωσης κάθε κανόνα, ακόμη και αυτών των γραμματικών, δεν οδηγούν παρά στη χρεοκοπία και την ερήμωση.
Είναι καιρός να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο, να ανακτήσουν οι λέξεις μας το νόημά τους. Το αληθές και πραγματικό τους νόημα! Να καταβάλουμε όλοι μας καθημερινά τον κόπο και τον μόχθο που μας αναλογεί για να ξανακαρπίσει τούτος ο έρημος τόπος.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100011_15/10/2011_459412
Ζητήματα αισθητικής, πολιτισμικής και εκπαιδευτικής αξίας
Της Γιωτας Kριτσελη*
H διένεξη ανάμεσα στο πολυτονικό και το μονοτονικό είναι ένα σύνθετο πρόβλημα. Μπορεί η οικονομική παράμετρος να έχει βαρύνουσα σημασία, δεν πρέπει ωστόσο να υποβαθμίζουμε και τις γλωσσολογικές, πολιτισμικές, εκπαιδευτικές αλλά και αισθητικές παραμέτρους.
Στο βασικό γλωσσολογικό επιχείρημα κατά του πολυτονικού, ότι οι τόνοι και τα πνεύματα δεν έχουν καμία χρησιμότητα, διότι δεν αναπαριστούν καμία φωνητική ενέργεια, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι τα σημεία αυτά εμπεριέχουν πληροφορίες ετυμολογικής, μορφολογικής και συντακτικής φύσεως.
Η απώλεια της δασείας, για να αναφέρω ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα, έχει ως συνέπεια την αδυναμία αναγνώρισης των σύνθετων λέξεων: πώς μπορεί ο ομιλητής που δεν διδάχθηκε το πολυτονικό να διακρίνει, λ. χ., ότι η λέξη εφάμιλλος παράγεται από την πρόθεση επί και το ουσιαστικό άμιλλα; Η απουσία της δασείας έχει ωστόσο και άλλες σοβαρές συνέπειες: δυσχεραίνει τη δημιουργία νέων συνθέτων και επιπλέον οδηγεί σε αδόκιμη σύνθεση λέξεων (π. χ. πενταήμερη αντί πενθήμερη). Κατά ανάλογο τρόπο, και οι τόνοι μεταφέρουν με τη σειρά τους πληροφορίες μορφολογικής φύσεως. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι πρόκειται για νεκρά σημάδια.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σύντομα στο θέμα της εκδοτικής αντιμετώπισης κειμένων της παλαιότερης αλλά και της νεότερης λογοτεχνίας μας γραμμένων αρχικά στο πολυτονικό. Υπάρχουν ήδη αρκετά δείγματα μεταγραφής τους στο μονοτονικό, για τα οποία λειτούργησε προφανώς το δέλεαρ της διεύρυνσης του αναγνωστικού κοινού. Τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, προπαντός όταν μεταγράφονται κείμενα που ανήκουν στη λόγια παράδοση της ελληνικής, έστω κι αν πρόκειται απλώς για παραθέματα ή για τίτλους.
Επί παραδείγματι, δεν πιστεύω ότι θα κερδίσει κάτι ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει την αρχαία ελληνική, αν συναντήσει σε κάποια μελέτη τον τίτλο της συλλογής του Γ. Σεφέρη …Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν… στο μονοτονικό. Αντιθέτως, μπορεί να τον παρανοήσει και αυτός που κατέχει μετρίως την αρχαία ελληνική από το σχολείο.
Η αισθητική διάσταση, τέλος, του ζητήματος δεν είναι διόλου αμελητέα. Θεωρώ ότι η ελληνική γραφή με τους τόνους, τα πνεύματα και τα σημεία στίξεως, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην τυπογραφία από τις αρχές του 20ού αιώνα και εξής, έχοντας αποβάλει τη ρευστότητα και την εκζήτηση της περιόδου των χειρογράφων αλλά διατηρώντας συγχρόνως τη γοητευτική πολυμορφία της έναντι του λατινικού αλφαβήτου, έχει φθάσει σε ένα σημείο ιδιαίτερης καλαισθησίας.
Μια σελίδα τυπωμένου κειμένου με ωραία στοιχεία, με τους τόνους και τα πνεύματα σε πλήρη παράταξη, εάν είναι και σωστά επιμελημένη, θα μπορούσε ενδεχομένως να ιδωθεί και ως καλλιγράφημα.
Τελειώνω με ένα παράδοξο. Η εμφάνιση σύγχρονων ψηφιακών πολυτονικών γραμματοσειρών, την πληρότητα, την αρτιότητα, και βέβαια την ευκολία χρήσης των οποίων θα ζήλευαν οι θεράποντες της μονοτυπίας, σε συνδυασμό με τη χρήση βελτιωμένων πολυτονιστών, αναιρεί εν μέρει το συντριπτικό επιχείρημα του υπέρογκου οικονομικού βάρους - επιχείρημα που, ας μην το λησμονούμε, συνέτεινε στη σχεδόν πλήρη επικράτηση του μονοτονικού στον εκδοτικό χώρο.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100012_15/10/2011_459411
Σημαντικός αριθμός εκδοτικών οίκων επιλέγει να χρησιμοποιεί το πολυτονικό σύστημα
Tου Nικου Bατοπουλου
Αναρωτιέμαι πόσο άνετα διαβάζουν ένα πολυτονικό κείμενο οι κάτω των 30. Είναι ένα ερώτημα σε ισχύ, καθώς τα κείμενα που κυκλοφορούν με πολυτονικό έχουν αυξητική τάση. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε όσους επιλέγουν ακόμη και σε δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης τη γραμματοσειρά με πνεύματα και τόνους, αλλά σε εμπορικούς εκδοτικούς οίκους που τυπώνουν τα βιβλία τους με πολυτονικό. Τίθενται ερωτήματα. Είναι άραγε ζήτημα προσωπικής εμμονής, είναι ζήτημα αντίστασης στη γλωσσική ισοπέδωση, είναι νεύμα στην ιστορική ορθογραφία, είναι απλώς θέμα αισθητικής; Εχει ελπίδα το πολυτονικό να συμπλέει παράλληλα με την επίσημη μονοτονική γραφή ή με τη γλώσσα της γραφειοκρατίας; Για πολλούς θεωρείται εστέτ επιλογή. Για άλλους είναι ένδειξη συντηρητισμού, αλλά υπάρχουν και άλλοι που θεωρούν ότι η επιλογή του πολυτονικού έχει μία εγγενή έννοια ελευθερίας, καθώς αντιλαμβάνεται τη γλώσσα εκτός της γραφειοκρατικής και νομικής διαδικασίας.
Το μονοτονικό καθιερώθηκε από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1982. Τότε, η καινοτομία αυτή, που είχε απλώς σφραγίσει με νόμο του κράτους μία συζήτηση δεκαετιών (που είχε αναζωπυρωθεί μετά το 1975), προκάλεσε μεγάλη διχογνωμία. Ορισμένοι το είδαν ως πρόοδο και άλλοι ως οπισθοδρόμηση. Πριν από 30 χρόνια, η συζήτηση για την ιστορική ορθογραφία είχε πολλούς θιασώτες αλλά δεν είχε μεγάλο ακροατήριο. Τότε, ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε πει «η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η κατάργηση της συνέχειας. Ηδη, τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή, πάμε να καταστρέψουμε ό, τι κτίσαμε. Αυτή είναι η δραματική μοίρα του σύγχρονου ελληνισμού».
Ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της σύγχρονης γραφής που εκφράζεται κυρίως από την απλοποίηση της γραφής (και τον στραγγαλισμό της ετυμολογικής ρίζας των ξένων ονομάτων στη φωνητική, ελληνική απόδοσή τους) πηγάζει εν πολλοίς από την καθιέρωση του μονοτονικού. Και κυρίως από τη συμβολική διάσταση που εξέλαβε η υιοθέτηση του μονοτονικού στη διάρκεια κυρίως του θηριώδους λαϊκισμού της δεκαετίας του 1980.
Σήμερα, το ερώτημα παραμένει. Πώς επιζεί το πολυτονικό, από ποιους υποστηρίζεται και σε ποιους απευθύνεται; Υπάρχουν νέοι που δεν διδάχθηκαν το πολυτονικό και να το υποστηρίζουν; Είναι με άλλα λόγια θέμα ενός βιολογικού κύκλου που θα κλείσει καθώς θα εκλείψουν οι εκπρόσωποι των γενεών που το διδάχθηκαν και που σήμερα επιθυμούν τη διατήρησή του στη ζωή; Κατά τα φαινόμενα, η διαμάχη πολυτονικού και μονοτονικού μοιάζει με ένα πεδίο πολύ πιο σύνθετο και πιο περίπλοκο απ' ό, τι παλαιότερα πιστεύαμε.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_15/10/2011_459413
Να ανακτήσουν οι λέξεις το πραγματικό τους νόημα
Του Mανωλη Bελιτζανιδη*
Εις μνήμην Αγγελου Ελεφάντη
Θέλω να πιστεύω ότι η ταπεινή εργασία ενός Ελληνα εκδότη σήμερα εντάσσεται στη μεγάλη παράδοση της ελληνικής γλώσσας – ότι η γλώσσα είναι γέννημα πνευματικό ενός λαού και δεν ορίζεται από φιλολόγους, πολύ δε περισσότερο από ιδεολογήματα και σκοπιμότητες. Φυσική απόρροια αυτών των πεποιθήσεων υπήρξε και η απόφαση η Ινδικτος, από την ίδρυσή της, τον Σεπτέμβριο του 1995 –14 χρόνια μετά την καθιέρωση του μονοτονικού–, να υιοθετήσει το πολυτονικό σύστημα γραφής και μόνον αυτό. Μια τέτοια απόφαση φαινόταν τότε μάλλον ριψοκίνδυνη και μάταιη. Ισως να οδηγούσε στο περιθώριο ή να ερμηνευόταν ως ιδεολογική εμμονή σε σχήματα παρωχημένα.
Η ζωή ήρθε και δικαίωσε την απόφαση αυτή και φανέρωσε την αλήθειά της. Εξάλλου, η γλώσσα ως γεγονός πνευματικό μπορεί να καλλιεργηθεί μόνο σε περιβάλλον ελεύθερο από ιδεολογήματα και εμμονές. Οι «απλουστεύσεις» και οι «καθαρές» λύσεις, που πρότεινε το μονοτονικό, μπορεί στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης να ηχούσαν μελωδικά, ο χρόνος όμως κατέταξε τις εν λόγω «επιτυχίες» στα «σουξεδάκια» μιας εποχής που κανείς δεν θέλει να θυμάται (μήτε τα «σουξεδάκια» μήτε την εποχή) και που άφησε πίσω της το κουσούρι των «βλαχο-αγγλικών» ή, αλλιώς, greeklish.
Πλέον σήμερα, είναι κοινός τόπος ότι της οικονομικής και κοινωνικής μας χρεοκοπίας προηγήθηκε η γλωσσική μας χρεοκοπία, διά των «απλουστεύσεων» και του μονοτονικού. Η δε κοινωνική αναγέννηση, ακόμη δε και η οικονομική ανάκαμψη, προϋποθέτει την αποϊδεολογικοποίηση της γλώσσας μας. Οφείλει δηλαδή, η ελληνική κοινωνία να ανακτήσει το απολεσθέν πνευματικό της έρμα. Η αποθέωση της ήσσονος προσπαθείας, των «απλουστευμένων» λύσεων, της απαξίωσης κάθε κανόνα, ακόμη και αυτών των γραμματικών, δεν οδηγούν παρά στη χρεοκοπία και την ερήμωση.
Είναι καιρός να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο, να ανακτήσουν οι λέξεις μας το νόημά τους. Το αληθές και πραγματικό τους νόημα! Να καταβάλουμε όλοι μας καθημερινά τον κόπο και τον μόχθο που μας αναλογεί για να ξανακαρπίσει τούτος ο έρημος τόπος.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100011_15/10/2011_459412
Ζητήματα αισθητικής, πολιτισμικής και εκπαιδευτικής αξίας
Της Γιωτας Kριτσελη*
H διένεξη ανάμεσα στο πολυτονικό και το μονοτονικό είναι ένα σύνθετο πρόβλημα. Μπορεί η οικονομική παράμετρος να έχει βαρύνουσα σημασία, δεν πρέπει ωστόσο να υποβαθμίζουμε και τις γλωσσολογικές, πολιτισμικές, εκπαιδευτικές αλλά και αισθητικές παραμέτρους.
Στο βασικό γλωσσολογικό επιχείρημα κατά του πολυτονικού, ότι οι τόνοι και τα πνεύματα δεν έχουν καμία χρησιμότητα, διότι δεν αναπαριστούν καμία φωνητική ενέργεια, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι τα σημεία αυτά εμπεριέχουν πληροφορίες ετυμολογικής, μορφολογικής και συντακτικής φύσεως.
Η απώλεια της δασείας, για να αναφέρω ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα, έχει ως συνέπεια την αδυναμία αναγνώρισης των σύνθετων λέξεων: πώς μπορεί ο ομιλητής που δεν διδάχθηκε το πολυτονικό να διακρίνει, λ. χ., ότι η λέξη εφάμιλλος παράγεται από την πρόθεση επί και το ουσιαστικό άμιλλα; Η απουσία της δασείας έχει ωστόσο και άλλες σοβαρές συνέπειες: δυσχεραίνει τη δημιουργία νέων συνθέτων και επιπλέον οδηγεί σε αδόκιμη σύνθεση λέξεων (π. χ. πενταήμερη αντί πενθήμερη). Κατά ανάλογο τρόπο, και οι τόνοι μεταφέρουν με τη σειρά τους πληροφορίες μορφολογικής φύσεως. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι πρόκειται για νεκρά σημάδια.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σύντομα στο θέμα της εκδοτικής αντιμετώπισης κειμένων της παλαιότερης αλλά και της νεότερης λογοτεχνίας μας γραμμένων αρχικά στο πολυτονικό. Υπάρχουν ήδη αρκετά δείγματα μεταγραφής τους στο μονοτονικό, για τα οποία λειτούργησε προφανώς το δέλεαρ της διεύρυνσης του αναγνωστικού κοινού. Τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, προπαντός όταν μεταγράφονται κείμενα που ανήκουν στη λόγια παράδοση της ελληνικής, έστω κι αν πρόκειται απλώς για παραθέματα ή για τίτλους.
Επί παραδείγματι, δεν πιστεύω ότι θα κερδίσει κάτι ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει την αρχαία ελληνική, αν συναντήσει σε κάποια μελέτη τον τίτλο της συλλογής του Γ. Σεφέρη …Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν… στο μονοτονικό. Αντιθέτως, μπορεί να τον παρανοήσει και αυτός που κατέχει μετρίως την αρχαία ελληνική από το σχολείο.
Η αισθητική διάσταση, τέλος, του ζητήματος δεν είναι διόλου αμελητέα. Θεωρώ ότι η ελληνική γραφή με τους τόνους, τα πνεύματα και τα σημεία στίξεως, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην τυπογραφία από τις αρχές του 20ού αιώνα και εξής, έχοντας αποβάλει τη ρευστότητα και την εκζήτηση της περιόδου των χειρογράφων αλλά διατηρώντας συγχρόνως τη γοητευτική πολυμορφία της έναντι του λατινικού αλφαβήτου, έχει φθάσει σε ένα σημείο ιδιαίτερης καλαισθησίας.
Μια σελίδα τυπωμένου κειμένου με ωραία στοιχεία, με τους τόνους και τα πνεύματα σε πλήρη παράταξη, εάν είναι και σωστά επιμελημένη, θα μπορούσε ενδεχομένως να ιδωθεί και ως καλλιγράφημα.
Τελειώνω με ένα παράδοξο. Η εμφάνιση σύγχρονων ψηφιακών πολυτονικών γραμματοσειρών, την πληρότητα, την αρτιότητα, και βέβαια την ευκολία χρήσης των οποίων θα ζήλευαν οι θεράποντες της μονοτυπίας, σε συνδυασμό με τη χρήση βελτιωμένων πολυτονιστών, αναιρεί εν μέρει το συντριπτικό επιχείρημα του υπέρογκου οικονομικού βάρους - επιχείρημα που, ας μην το λησμονούμε, συνέτεινε στη σχεδόν πλήρη επικράτηση του μονοτονικού στον εκδοτικό χώρο.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100012_15/10/2011_459411