Λεξιπλασίες (Nonce words)

(Όχι ακριβώς λεξιπλασία, αλλά...)

ροδόνερο: το νερό που πετάγεται από τις ρόδες των αυτοκινήτων όταν βρέχει :-)
(από τον «βασανίζομαι» στο FB - κάντε like, έχει πλάκα)
 

nickel

Administrator
Staff member
σύγγρουση (η) η σύγκρουση στη λεωφόρο Συγγρού
(από εδώ)

αζέριο (το) φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν
(από χτεσινό σαρδάμ)
 

Zazula

Administrator
Staff member
τρεντιμποϊσμός (παλαιότ. τρεντυμποϊσμός) ο τεντιμποϊσμός των trendy τής haute société· βλ. κ. τρεντυμπόης. Παρά τα λιαπιστευτήριά τους, τους τσάκωσε τους τρεντιμπόηδες ο τρεντιμπόγιας... εεε, ο τροχονόμος, εννοώ.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
φλούραρχος: ο το φλουρί κυριεύσας εν βασιλόπιτα άρχων




king cake for mardi gras
 

daeman

Administrator
Staff member
...
ινκόγκνικο
(επίρρ.) για πρόσωπο με το όνομα Νίκος (Νικόλαος, Νικόλας, Νικολής κ.τ.ό) ή Νίκη (Νικολέτα, Νικόλινα, Νικολίνα κ.τ.ό) το οποίο κατά τη μετακίνησή του ή την παρουσία του σε ένα χώρο, προσπαθεί να αποκρύψει την ταυτότητά του, ώστε να διατηρήσει την ανωνυμία του και να περάσει απαρατήρητο. Ο διάσημος μουσικός επισκέφθηκε ινκόγκνικο το Μέγα Σπήλαιο.

(ουσ. ουδ., άκλιτο) η μυστικότητα στη μετακίνηση ή στην παρουσία προσωπικότητας με το όνομα Νίκος ή Νίκη (ό.π.) σε ένα χώρο. Πρέπει να διατηρήσουμε το ινκόγκνικο του υπουργού.

[λατ. incοgnicus]
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Θα το λέγανε κι αυτό, δεν θα το λέγανε;

Ζουλί Γκαγιέ, η μικρή Ολαντέζα

Έχουμε έτοιμες τις λέξεις για Γάλλους προέδρους με τα ονόματα Μπαλάντ, Τροτέ και Πινέ.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
οχλοτάπητας (λεξιπλασία του Σ. Σκουμπουρδή, από εδώ)

Στη δεύτερη εκπομπή, γνωστό ανερχόμενο τηλεδικείο, καλεσμένοι από το «κοινό», που σήκωναν το δάχτυλο απειλητικά προς τους χλωμούς και κάθιδρους πολιτικούς, έκαναν δηλώσεις. [...] Γενικά, θα λέγαμε ότι κάτι τέτοια τηλεδικεία διαμορφώνουν και συντηρούν σε άψογη κατάσταση τον οχλοτάπητα, πάνω στον οποίο έρχονται οι λαϊκιστές για να παίξουν μπάλα. [...]Ο μεν οχλοτάπητας ζητάει κρεμάλες και οι λαϊκιστές ζητάνε «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».
 

Zazula

Administrator
Staff member
παλτινένιος, παλτινένια, παλτινένιο κάποιος που πάει για (ή φημολογείται πως είναι) χρυσός, και τελικά αποδεικνύεται παλτό: παλτινένια μεταγραφή, παλτινένιες αγορές, διπλά παλτινένιος ο τάδε
[Συμφυρμός πλατινένιος + παλτό, με το μεν πρώτο να δηλώνει τη σκοπούμενη κατεύθυνση, το δε δεύτερο την τελικώς ακολουθηθείσα]
 

nickel

Administrator
Staff member
εθναύγουλα (τα) τα χρυσαύγουλα, με άλλο όνομα (από το κόμμα-προβιά «Εθνική Αυγή» που θα ντυθούν οι Χρυσαυγίτες αν δεν επιτραπεί στη Χρυσή Αυγή να συμμετάσχει σε εκλογικές διαδικασίες)

Άλλωστε, όπως περίπου είπε και κάποιος βάρδος, το σάπιο αβγό, όπως και να το ονομάσεις, το ίδιο άσχημα θα βρομάει.
 

nickel

Administrator
Staff member
γουάντα η αίσθημα ευεξίας και θετικής υπερδιέγερσης που προκαλείται από τη εκφραστική εκφορά ξένης γλώσσας με κατάλληλη προφορά (αξάν) από κατάλληλο άτομο του κατάλληλου φύλου
π.χ. Έπαθα κάτι σαν είκοσι απανωτές γουάντες όταν τον άκουσα να μιλάει σ' όλες τις γλώσσες του ΟΗΕ.

(Από την ταινία Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα, και ειδικότερα την παρακάτω σκηνή.)

 

nickel

Administrator
Staff member
γαστριμαγικός -ή -ό που σχετίζεται με τη μαγεία του εκλεκτού φαγητού: Με τύλιξε από την πρώτη μέρα με τα γαστριμαγικά κόλπα που μου έκανε.

Η ανορθόγραφη λέξη έχει αρκετά ευρήματα, αλλά σκέφτηκα πως ταιριάζει περισσότερο εδώ παρά στα λάθη. Η γαστριμαργία, κατά ΛΝΕΓ, είναι «η λαιμαργία ή η υπερβολική αγάπη για το εκλεκτό φαγητό». Επειδή οι δύο σημασίες διαφέρουν αρκετά, δεν θα ήταν άσχημο να υπάρχει και ένα επίθετο που τονίζει τη μαγεία του εκλεκτού φαγητού, τη γαστριμαγεία. Παρόμοια συζήτηση εδώ: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?3537-gourmet-εκλεκτοφάγος (gourmand).
 
Top