ανθυπολίτης: ο κατώτερος των περιστάσεων πολίτης που αναδεικνύει βγάζει στον αφρό φελλούς κατώτερους των περιστάσεων πολιτευτές, ανθυπολιτευτές
ανθυπολιτευτής: ο κατώτερος των περιστάσεων πολιτευτής (πρβλ. ανθυπολίτης, συνών. ανθυπολιτευόμενος): στη φοιτητριούλα που σ' έχει ερωτευτεί, θα σε καταγγείλω, βρε ανθυπολιτευτή [λόγ. < ελνστ. αντί+υπό+πολιτευτής 'που συμμετέχει κρυφά ή φανερά στα κοινά τσιμπούσια']
ανθυποληστευτής: λόγ. ο ανθυπολιτευτής που το παρακάνει στα κοινά τσιμπούσια, λαϊκότ. φαταούλας
διανθυπολιτευτής: λόγ. ο ανθυπολιτευτής χαμηλού ειδικού βάρους, ο παρασυρόμενος από τους εκάστοτε πολιτικούς ανέμους, ο πολιτικός ανεμοδείκτης συν. οπουπολιτευτής, λαϊκότ. ανεμοδούρας, χυμαπολιτικός
οπουπολίτης: ο ανθυπολίτης που υποστηρίζει όποιον ανθυπολιτευτή ή ανθυπολιτικό σχηματισμό τού τάζει περισσότερα προσωπικά οφέλη
απολιτευτής: ο πολιτευτής με συγκεχυμένες ή ανύπαρκτες πολιτικές απόψεις
απολυτευτής: ο πολιτευόμενος με απολυταρχικές ιδέες
δυσανθυπολιτευτής: ο ανθυπολιτευτής στο άνθος της πολιτικής του σταδιοδρομίας (κν. πολιτικό μπουμπούκι) που αναδίδει ανυπόφορη αποφορά σκοτεινών, περασμένων εποχών