Αξυπνία: διαταραχή που προκαλεί αδυναμία αφύπνισης και προσωρινή κώφωση σε κάθε είδους ενοχλητικούς ήχους (βλ. ξυπνητήρι, τηλέφωνο, κτλ.). Είναι συχνά επακόλουθο της αϋπνίας.
Ως χρόνια αξύπνητη, έψαχνα να βρω έναν όρο που να περιγράφει την πάθησή μου.
κλαυσαέριο
το αέριο που προέρχεται από τα δακρυγόνα Γέμισε το κέντρο κλαυσαέρια κι η κατάσταση είναι ανυπόφορη
κλαύσωνας
1. συνθήκες (συν. κοινωνικές) που χαρακτηρίζονται από γενικευμένους ή/και εντονότατους κλαυθμούς 2. συναισθηματικά φορτισμένο (συν. δακρύβρεχτο) ρεπορτάζ για επερχόμενο καύσωνα μόλις η θερμοκρασία αγγίξει τους 37 °C.