«Ωστόσο εκείνος δεν υπέκυψε και επέμεινε στη γραμμή του, δηλαδή προχώρησε σε λύσεις εκ των εν όντων».
ενόντα τα [enónda] Ο52 (μόνο στη γεν. πληθ.) : (λόγ.) στην έκφραση εκ των ενόντων, με όσα και όποια μέσα, στοιχεία κτλ. υπάρχουν συμπτωματικά, χωρίς προετοιμασία και προγραμματισμό· (πρβ. πρόχειρα): Είχαμε μια εκ των ενόντων συζήτηση. Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό, για να το αντιμετωπίσουμε εκ των ενόντων.
[λόγ. < αρχ. τά ἐνόντα 'όλα τα πιθανά', αρχ. φρ. ἐκ τῶν ἐνόντων] http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=ενόντα&dq=
...τέτοια εγκλήματα, εκ προ μελέτης...
Αν δεν το έχεις μελετήσει προηγουμένως το έγκλημα, πού πας Καραμήτρο; Το θέμα του άρθρου είναι ωστόσο τραγικό: Η Μυρτώ δύο χρόνια μετά την επίθεση στην Πάρο.
Βαρουφάκης με τα της συζύγου σε Paris Match: Ποτέ δεν τέθηκε θέμα Grexit - NEWS247
Τώρα βγαίνει μεν στον Γούγλη, αλλά ο σύνδεσμος είναι καπούτ. Ίσως να διορθώθηκε. Αυτό πάντως το "με τα της συζύγου του" μου φέρνει σε πορνό. Και έμεινε εκεί τουλάχιστον μία μέρα.
Με αφορμή το ιστολόγημα Και τώρα αγαπητοί σύντροφοι,για πες τε μου,πως θα πρέπει να αντιδράσω? έκανα έναν έλεγχο για το πόσο συχνό είναι να γράφεται κατατμημένος ο παράλληλος τύπος «πέστε» της προστακτικής «πείτε» του ρ. λέω· και είναι όντως αρκετά συχνό (γκουγκλάρετε π.χ. "πες τε μου", "πες τε ότι" ή "πες τε της"). Πολύ λιγότερο συχνό δείχνει να είναι το ίδιο φαινόμενο για την προστακτική «πέστε» του ρ. πέφτω (γκουγκλάρετε π.χ. "πες τε κάτω" ή "πες τε και") — σημειωτέον πως εδώ βρήκα και αρκετά με απόστροφο: πέσ' τε. Το γκούγκλισμα του "πες τε να" φέρνει ευρήματα και για τα δύο ρήματα.
Εν αρχή ην το ενωτικό, ένα χωριστικό ενωτικό, όπως το είχα ονομάσει, που χώριζε λέξεις σύνθετες με μακρά ιστορία και όχι ευκαιριακές κατασκευές: π.χ. «σοσιαλ-δημοκρατία». Πάνε δεκαπέντε χρόνια, είχα μάλιστα καταγράψει, διόλου συστηματικά, κοντά 200 λέξεις, που δεν ήταν βέβαια εκείνης της στιγμής, είχαν κι αυτές κάποια ζωή πίσω τους: δεν ήταν δηλαδή λίγος συνολικά ο χρόνος, είχαμε μια σχετικά σταθερή τάση, ούτε όμως και πολύς, στην ιστορία μιας γλώσσας, ώστε να μιλούμε για ενδεχόμενη αλλαγή –ορθογραφική έτσι κι αλλιώς.
Είχαμε λοιπόν: ακρο-δεξιός λόγος, αντι-φρονούντες, αντι-λαϊκά μέτρα, παν-ανθρώπινος, ενδο-κομματικός, αλληλο-σεβασμός, ηλεκτρο-σόκ· λέξεις καθημερινές, λαϊκές: κουτσο-πίνω, παλιο-σκύλα, παρα-είναι, κακο-συνηθίζω, χαφιεδό-τσουρμο, στρογγυλο-καθισμένος· λέξεις που δεν υπήρχαν χωριστά: χαζο-παίχνιδο, ρακο-κάζανο, αγριο-κάτσικο, ετσι-θελισμός, αλαφρο-ίσκιωτος, αφού ούτε «παίχνιδο» ούτε «κάζανο» ούτε «κάτσικο» ούτε «θελισμός» ούτε «ίσκιωτος».
Τότε τι; Απλή παρανόηση καταρχήν, επίδραση από ξένες γλώσσες, μα πιο πολύ, πιστεύω, ένα ασύνειδο καθαριστικό πνεύμα, σε εποχή λογιότροπη, που τακτοποιεί τα πάντα στη θέση τους, μη μολυνθούν στον συγχρωτισμό τους, μη μολυνθεί η γλώσσα εντέλει:
Ετσι, ξαναστέλνουμε τα ξένα στα ξένα, οπότε γράφουμε με λατινικά στοιχεία λέξεις κοινόχρηστες, παλαιότατα δάνεια: mini καύσων, φωτογραφικό album, γενναίο prim των παικτών, ακριβά accessoires, τον κυρίευσε το stress·
τα αρχαία στα αρχαία: του Πάριδος, της Αρτέμιδος, της Αλκήστιδος, του Αδώνιδος (μετά συγχωρήσεως), της Κλειούς (αλλά και της Γωγούς και της Ζωζούς!)·
χωρίζουμε παλαιά σύνθετα ή όσα νομίζουμε σύνθετα: «άλλως τε», «με μιας», «κι όλας», «δι ο», «εξ απίνης»· αλλά και, σπανιότερα, είν’ η αλήθεια: «κατ’ επείγον», «κατ’ όπιν» κ.ά.
Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε το ενωτικό, το χωριστικό ενωτικό.
Η ελληνική, ξανάγραφα, έχει την ευκολία να δημιουργεί σύνθετα (όχι σαν τη γερμανική βεβαίως), να λέει π.χ. μονόδρομος αντί one way road, να λέει πηγαινοέρχομαι, ανεβοκατεβαίνω, ξαναλέω. Θαρρείς και το μετανιώσαμε…