Αφιερωμένο στα Κρητικόπουλα της Λεξιλογίας
και όλως ιδιαιτέρως στον αγαπητό μας Δαεμάνο
και όλως ιδιαιτέρως στον αγαπητό μας Δαεμάνο
Από τις αναμνήσεις ενός ηλικιωμένου Βενετοκρητικού άρχοντα, του Τζουάνε Παπαδόπουλου, που έζησε τα μεγαλεία της βενετοκρατούμενης Κρήτης του 17ου αιώνα και τελείωσε τη ζωή του πρόσφυγας στην πόλη Παρέντζο της Ιστρίας, και μετά στην Πάδοβα, έχοντας καταφύγει εκεί μετά την άλωση του Χάνδακα το 1669.
Λόγος για το χαρακτήρα και τη νοοτροπία των κατοίκων των πόλεων του Βασιλείου,
και πρώτα των Χανίων
και πρώτα των Χανίων
Πρέπει τώρα να πω για το χαρακτήρα, τους τρόπους και των κατοίκων κάθε μιας από τις πόλεις εκείνου του Βασιλείου, καθώς υπήρχαν διαφορές μεταξύ τους, όπως άλλωστε συμβαίνει σ’ ολόκληρο τον κόσμο· και πρώτα απ’ όλα θα πω για την πόλη των Χανίων, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν Κυδωνία. Οι κάτοικοί της, Βενετοί Ευγενείς, Κρητικοί Ευγενείς και τσιταδίνοι, ζούσαν με σχετική άνεση, επειδή σ’ εκείνη την πόλη περισσότερο απ’ ό,τι στις άλλες γινόταν εμπόριο διά θαλάσσης με τη Βενετία, την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη, λόγω της ποσότητας του λαδιού, των εσπεριδοειδών και των χυμών τους, που εξαγόταν όλο το χρόνο από κείνο το λιμάνι. Οι κάτοικοι έδιναν μεγάλη έμφαση στα ζητήματα τιμής, ιδίως οι ευγενείς, εκ φύσεως ευέξαπτοι και τραχείς στην ομιλία τους, ανένδοτοι σε θέματα ιεραρχίας, έτοιμοι ν’ αρπάξουν τα όπλα και με το παραμικρό να ριχτούν ο ένας στον άλλο, και κάποιοι απ’ αυτούς ελάχιστα θεοσεβούμενοι, για μην πούμε άθεοι, που όταν θύμωναν ξεστόμιζαν λόγια, μάλλον βλαστήμιες τρομερές, πάντα με το όνομα του διαβόλου, σα να ’ταν στενός φίλος τους· κάτι τέτοιοι ήταν πάντα μπλεγμένοι σε ποινικές υποθέσεις, λίγοι όμως παρουσιαζόταν στο δικαστήριο και ήταν ευχαριστημένοι με την ποινή της εξορίας, ακόμα κι αν έφτανε ώς τη θανατική καταδίκη, γιατί τότε διέφευγαν στην Κωνσταντινούπολη, στον Βενετό βάιλο, έπαιρναν άδεια ελευθερίας κινήσεων και γύριζαν πίσω όταν τελείωνε η θητεία του Προβλεπτή που τους είχε εξορίσει, και μετά δεν έλειπαν οι μηχανορραφίες για την πλήρη απαλλαγή τους. Ήταν από τη φύση τους άτομα που επέβαλλαν το σεβασμό, ακόμα κι αν δεν είχαν πολύ μεγάλη περιουσία (...).
Οι κάτοικοι του Ρεθύμνου, που ήταν ατείχιστη πόλη, μ’ ένα φρούριο όχι τόσο ισχυρό μολονότι βρισκόταν σ’ ένα λόφο εν μέρει βραχώδη και δίπλα ακριβώς, θα ’λεγες, στη θάλασσα, δεν ζούσαν με τα πλούτη των Χανίων και της πρωτεύουσας, και γι’ αυτό ασχολούνταν με τα γράμματα, με τις τέχνες, και ιδιαίτερα με το δούλεμα του μεταξιού με διάφορους τρόπους, ταμπί, κανεβατσέτες, βελούδα, όχι όμως κάθε τελειότητας, ιδίως στα χρώματα, έτσι που όποιος ήθελε να εξυπηρετηθεί καλά έπρεπε, μετά την ύφανση, να τα στείλει στη Βενετία για να τους δώσουν —τα χρώματα— και, στο ταμπί, τα νερά. Πριν από τον πόλεμο πολλοί από την πόλη του Χάνδακα έστελναν να τους φέρουν υφάσματα από το Ρέθυμνο.
Αυτοί οι κάτοικοι, ακόμα και οι απλοί, αμόρφωτοι άνθρωποι, είχαν μια φυσική κλίση να κάνουν τον ποιητή, προς θαυμασμό όλων εκείνων από τις άλλες πόλεις όταν τους συναναστρεφόταν· επ’ αυτού υπήρχε η θεωρία, αβάσιμη πάντως, ότι επειδή το Ρέθυμνο βρισκόταν σε τοποθεσία, αν και πολύ μακριά, πέρα από τη θάλασσα, απέναντι στην Αθήνα, με κάποιο σκοτεινό μυστήριο έφτανε στο Ρέθυμνο εκείνη η αύρα που έκανε την ποίηση εύκολη υπόθεση. Ήταν άξιοι άνθρωποι, καυχησιάρηδες από τη φύση τους, που στις κουβέντες τους έκαναν κάθε μικροπράμα, ιδίως των συμφερόντων τους, να φαίνεται σπουδαίο, τολμηροί, υπολογιστές, επίμονοι, απτόητοι, εύστροφοι, δραστήριοι στις υποθέσεις τους. Δεν έψεγαν ποτέ τους συμπολίτες τους, αντιθέτως τους παίνευαν, ακόμα κι αν ήταν θανάσιμοι εχθροί. Πριν από τον πόλεμο, που ερχόταν συχνά στην πρωτεύουσα για προσφυγές σε ποινικές και αστικές υποθέσεις, στις συζητήσεις με Καστρινούς φίλους που έκαναν μ’ εκείνη τη μάλλον αστεία και πομπώδη ομιλία τους επικρατούσε γενική ευθυμία, ιδίως όταν προσπαθούσαν να βρουν ψεγάδια ο ένας του άλλου, πάντοτε όμως με κωμικά επιχειρήματα. Οι Καστρινοί τους πείραζαν πως έβαζαν στο κλουβί μια σαρδέλα παστή να κελαηδήσει κι εκείνοι αντέκρουαν μετά αυτή την κατηγορία με άλλες.
Αυτοί οι κύριοι, όποτε ήθελαν να επιβεβαιώσουν με όρκο κάτι που παρατήρησαν ή ισχυρίστηκαν, είχαν μονίμως τη συνήθεια να λένε: «μά τη μεταλαμπασά μου», δηλαδή «μά τη μετάληψή μου», και «μά τα άχραντα μυστήρια», μ’ εκείνο τον πολύ σοβαρό τόνο στη φωνή τους που φαινόταν αστείος στους Καστρινούς και τους έλεγαν ανόητους μπροστά στα μάτια τους, κι εκείνοι μετά αμυνόταν όπως μπορούσαν. Ποτέ δεν γινόταν κακόβουλες αντιπαραθέσεις από τη μια ή την άλλη πλευρά με στόχο την προσβολή, μόνο έτσι όπως είπα, στην κουβέντα τους. Λίγοι ήταν οι άνθρωποι από το Ρέθυμνο που κυκλοφορούσαν ντυμένοι με ρούχα που ταίριαζαν μεταξύ τους, και γι’ αυτό τους κορόιδευαν και τους έλεγαν ανόητους. Μιλώ βέβαια για τον καιρό πριν από τον πόλεμο, γιατί στον πόλεμο και μετά εκείνοι αποδείχτηκαν σοφοί και οι Καστρινοί ανόητοι, καθώς όλοι σχεδόν που διώχτηκαν από την πατρίδα τους ξαναβρήκαν την ευημερία τους, και σε κάθε πόλη και τόπο όπου πήγαν και κατέφυγαν μετά την παράδοση του Ρεθύμνου, στην πρωτεύουσα του Βασιλείου και στη Βενετία, τοποθετήθηκαν σε επιφανείς θέσεις, ακόμα και όσοι πέρασαν σε πόλεις ξένων πριγκίπων, κάτι που είναι προς έπαινό τους.
Από τους κατοίκους της Σητείας, που ήταν κι αυτή ατείχιστη και μ’ ένα κάστρο αδύναμο και κακά οχυρωμένο, σ’ ένα μέρος όχι εμπορικό και, θα ’λεγε κανείς, στην άκρη του κόσμου, επόμενο ήταν να μην είναι ευκατάστατοι οι περισσότεροι, πόσο μάλλον που δεν έφταναν συχνά εμπορικά πλοία ώστε να πουλούν κάποια προϊόντα από τις σοδειές τους, αν και τα εδάφη σε μεγάλο μέρος του διαμερίσματος ήταν άγονα, κατάλληλα το πιο πολύ για βοσκή των ζώων· κι εκεί έγινε κύριος ο Τούρκος εύκολα και χωρίς τόσες πολιορκίες. Οι κάτοικοι ήταν οι περισσότεροι άπειροι, συνεσταλμένοι, ήταν κι εκείνων η κουβέντα τους αστεία, αλλά διαφορετική από του Ρεθύμνου. Στις γυναίκες άρεσαν τα φτιασίδια και φόρτωναν το πρόσωπο με σολιμάδες, και τα μάγουλα με κοκκινάδι, αν το δέρμα τους ήταν λευκό από δικού του. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν από τη φύση τους χαμηλού αναστήματος, και γι’ αυτό τους έλεγαν στειακά γαϊδούρια. Δεν είχαν πολλά πάρε-δώσε έξω από τον τόπο τους, όπως οι Χανιώτες και οι Ρεθυμνιώτες, εκτός κι αν κάποιος ήταν αναγκασμένος να πάει στην πρωτεύουσα για δικαστικές υποθέσεις, ποινικές ή αστικές, για προσφυγή. Ήταν άνθρωποι της τιμής, αλλά όχι επιθετικοί και βίαιοι σαν τους Χανιώτες. Σ’ εκείνη την πόλη έδρευε ένας Ρέκτορας, σταλμένος από τη Βενετία, όπως και στο Ρέθυμνο.
Όταν αρματώθηκαν για τελευταία φορά οι γαλέρες, έτυχε να διοριστεί διοικητής κι ένας Ευγενής Βενετός (...) που κατοικούσε στη Σητεία, από τους Κορνέρ ή τους Κουερίνι, αν θυμάμαι καλά, ο οποίος, φτάνοντας στο Χάνδακα να αναλάβει, όταν επανδρώθηκε η γαλέρα, και να τη βάλει σε τάξη, έτσι όπως ήταν η πρώτη φορά που πήγε στο λιμάνι και μπήκε σε γαλέρα, βλέποντας το πλήθος των κωπηλατών και των αξιωματικών στην υπηρεσία της, του φάνηκε πως θα ήταν θαύμα να μπορέσει να τους θρέψει και είπε στα ελληνικά (γιατί δεν τα κατάφερνε να μιλήσει όπως ταίριαζε στην κοινωνική του θέση), Πού χυλός και πού κουτάλια, δηλαδή «Πόσες χυλόπιτες και πόσα κουτάλια θα χρειαστούν», και δεν το είπε στ’ αστεία αλλά στα σοβαρά, γιατί δεν ήξερε από γαλέρες· ίσως και να μην είχε δει ακόμα γαλέρα. Κι από τότε, σ’ όλη του τη ζωή, του έμεινε το παρατσούκλι Πού χυλός και πού κουτάλια, ακόμα και κατάμουτρα, χωρίς να τον πειράζει, και το δεχόταν με το γέλιο. Όντας ευγενής χωρίς εμπειρία και γνώσεις, ό,τι κι αν έκανε τον κορόιδευαν όλοι όσοι είχαν πάρε-δώσε μαζί του, ιδίως οι Ευγενείς Βενετοί της σειράς του.
Ήταν, τέλος, η πρωτεύουσα με τους κατοίκους της, που λεγόταν Καστρινοί και Κρητικοί, γιατί η ίδια η πόλη λεγόταν και Κρήτη. Οι ευγενείς της, οι τσιταδίνοι και οι απλοί άνθρωποι, όπως και οι τεχνίτες και οι υπόλοιποι κάτοικοί της, ζούσαν πιο άνετα απ’ ό,τι των άλλων πόλεων εκείνου του Βασιλείου λόγω της αφθονίας κάθε είδους τροφίμων που παραγόταν εκεί, καθώς το διαμέρισμά της ήταν γεμάτο λόφους, στο μεγαλύτερο μέρος τους καλλιεργήσιμους, και χωράφια, ενώ στις άλλες πόλεις του Βασιλείου ήταν όλο άγρια βουνά, και επιπλέον επειδή στην πόλη του Χάνδακα συνεχιζόταν από παλιά η τήρηση καλών κανονισμών για τα τρόφιμα, με την επίβλεψη των ανώτερων αρχών του Βασιλείου που σ’ αυτή την πόλη είχαν την έδρα τους. Έτσι θα μπορούσε να ονομαστεί πριν από τον πόλεμο Πόλη του Κέρατος της Αμάλθειας (...)
Τούτοι οι ευγενείς Καστρινοί και οι άλλοι κάτοικοι αυτής της πόλης ήταν από τη φύση τους εύθυμοι και χωρατατζήδες στις κουβέντες τους, πολύ μαλακού χαρακτήρα και όχι επιθετικοί ούτε τραχείς στην ομιλία τους, σαν τους Χανιώτες, ούτε παράτολμοι και πιεστικοί, σαν τους Ρεθυμνιώτες, με ιδιαίτερο ζήλο στο θέμα της τιμής των γυναικών τους και φιλικοί προς τους ξένους. Δεν επιδίδονταν στα γράμματα ή στις επιχειρήσεις, παρά μόνο στα ζητήματα της υπαίθρου (αυτά ήταν η πιο αγαπημένη τους ασχολία, μαζί με τα γλέντια και τα κυνήγια με λαγωνικά), και στην απόκτηση γης και κτημάτων και την καλλιέργειά τους σε σημείο υπερβολής, τόσο που καμιά φορά πολλοί αναγκαζόταν να υποθηκεύσουν τη σοδειά τους πριν ακόμα βλαστήσει καλά-καλά για να πάρουν στα χέρια τους ρευστό, ώστε να κάνουν κι άλλες αγορές και να τις διαχειριστούν. Αυτό που έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά στο σπίτι Καστρινού με κάποια πλούτη, και άλλων με μικρότερη περιουσία, ήταν το ότι δεν γινόταν κανενός είδους οικονομία σ’ εκείνα τα σπιτικά και πάντρευαν όλες τους τις θυγατέρες και τους γιους, γιατί δεν συνηθιζόταν να στέλνουν τα παιδιά τους να καλογερέψουν, όπως είναι η καλή συνήθεια σε τούτα εδώ τα ευλογημένα μέρη, όπου παντρεύεται ένας γιος από κάθε σπίτι και τα περισσότερα κορίτσια τα κλείνουν σε μοναστήρι από τρυφερή ηλικία, κι έτσι το σπίτι μένει όπως ήταν πάντα περνώντας από γιο σε γιο.
Από το βιβλίο: Τζουάνες Παπαδόπουλος. Στον καιρό της σχόλης: αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα. Εισαγωγή και σχολιασμός Alfred Vincent, μετάφραση Ναταλία Δεληγιαννάκη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013.
Last edited: