Είδα αλλού μια συζήτηση για τη μετάφραση του όρου (να το δούμε κι εδώ όταν θα κλείσει εκεί το θέμα), αλλά εγώ θα ήθελα να πιάσω μια παλιά δική μου απορία: υπάρχει διαφορά λόγω του τονισμού;
Ο τύπος Ελληνάρας (πληθυντικός Ελληνάρες) έχει τη μικρότερη παρέα. Η παραγωγική κατάληξη -άρας ξεκίνησε από το θηλυκό (π.χ. η μουλάρα, άρα και η Ελληνάρα) και χρησιμοποιείται κυρίως με κύρια ονόματα (π.χ. ο Μητσάρας — το «Νταλάρας» εξαιρείται, ήταν «Νταράλας»). Αλλιώς, ελάχιστα άλλα: ο παπάρας, ο τρελάρας, ο σαχλαμάρας.
Ο τύπος Ελληναράς (πληθυντικός Ελληναράδες) [ελάχιστα τα θηλυκά «Ελληναρού»] έχει τη μεγαλύτερη παρέα (π.χ. αληταράς, Γερμαναράς, κοιλαράς, κωλοπαιδαράς, τσογλαναράς κ.ά.) αλλά όχι, σώνει και καλά, με αρνητική σημασία (π.χ. παιδαράς, χορευταράς).
Στις στατιστικές με Altavista που κάνει διάκριση στους τόνους δεν βλέπω τεράστιες διαφορές στα ευρήματα. Τα λεξικά δεν έχουν πάρει θέση, αλλά μάλλον θα πρέπει να συμπεριλάβουν και τους δύο τύπους.
Ο τύπος Ελληνάρας (πληθυντικός Ελληνάρες) έχει τη μικρότερη παρέα. Η παραγωγική κατάληξη -άρας ξεκίνησε από το θηλυκό (π.χ. η μουλάρα, άρα και η Ελληνάρα) και χρησιμοποιείται κυρίως με κύρια ονόματα (π.χ. ο Μητσάρας — το «Νταλάρας» εξαιρείται, ήταν «Νταράλας»). Αλλιώς, ελάχιστα άλλα: ο παπάρας, ο τρελάρας, ο σαχλαμάρας.
Ο τύπος Ελληναράς (πληθυντικός Ελληναράδες) [ελάχιστα τα θηλυκά «Ελληναρού»] έχει τη μεγαλύτερη παρέα (π.χ. αληταράς, Γερμαναράς, κοιλαράς, κωλοπαιδαράς, τσογλαναράς κ.ά.) αλλά όχι, σώνει και καλά, με αρνητική σημασία (π.χ. παιδαράς, χορευταράς).
Στις στατιστικές με Altavista που κάνει διάκριση στους τόνους δεν βλέπω τεράστιες διαφορές στα ευρήματα. Τα λεξικά δεν έχουν πάρει θέση, αλλά μάλλον θα πρέπει να συμπεριλάβουν και τους δύο τύπους.