Παρένθεση: μου μεταφέρουν σκηνές από γεροντάκια που έκλαιγαν σήμερα μπροστά στις τράπεζες. Δεν έχω πια λόγια.
Pal, κι εγώ στην αρχή σκέφτηκα τα καημένα τα γεροντάκια, αλλά μετά σκέφτηκα ποιός έφτασε τη χώρα εδώ; Αυτά τα "περήφανα γηρατειά" κάποτε βγάζανε αφρούς από το στόμα στις πλατείες για μια Ελλάδα νέα (βλ. για μια Ελλάδα πρόωρα συνταξιούχων). Αυτοί κόλλαγαν αφίσες και πλακώνανε στο ξύλο όποιον διαφωνούσε, που βγήκαν στους δρόμους το '93 για να μην αλλάξει το συνταξιοδοτικό, που πήραν σύνταξη στα 55 αλλά θέλουν να δουλεύω εγώ μέχρι τα 75 για να τους πληρώνω. Αυτοί που κάθε Χριστούγεννα βγαίνανε στην τηλεόραση και κλαιγόντουσαν ότι κάθε πέρσι και καλύτερα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι το 2010, που για πρώτη φορά είχε νόημα αυτό το κλισέ; Που δεν είπαν μια φορά δόξα τω θεώ, καλά είμαστε, μόνο μια ζωή ήταν με το χέρι τεντωμένο για την πάρτη τους και μόνο;
Αυτοί που έπαιρναν τη σύνταξη και τη μοίραζαν στα παιδιά και τα εγγόνια για να αισθάνονται ότι είναι σπουδαίοι, αντί να πούνε για σταθείτε ρε παιδιά, γιατί χρειάζονται λεφτά τα παιδιά μου; Και γιατί χρειάζομαι αποκλειστική στο νοσοκομείο; Γιατί δίνω φακελάκι; Γιατί δεν με εξυπηρετούν στη δημόσια υπηρεσία; Γιατί παίρνω τα ακριβά φάρμακα όταν υπάρχουν τα ίδια φτηνότερα; Γιατί χρειάζεται δεκαπέντε φροντιστήρια το εγγόνι μου; Γιατί χρειάζομαι εκατό χαρτιά για μια απλή πράξη;
Αυτοί κλαίγονται, αλλά τη σύνταξη θα την εισπράξουν ολόκληρη αύριο, ενώ οι υπόλοιποι εξήντα εξήντα ευρώ. Γιατί δεν τολμάει καμία κυβέρνηση να δυσαρεστήσει τους συνταξιούχους. Ό,τι και να συμβεί στην Ελλάδα, είμαστε όμηροι των συνταξιούχων.
ΥΓ Σήμερα έχω τα νεύρα μου, ναι. Και θα συνεχίσω να τα έχω μέχρι την Κυριακή.