...
Tee Say Mallee (Τι Σε Μέλει Εσένανε) - Slim Gaillard, 1946
Bulee "Slim" Gaillard (January 4, 1916 – February 26, 1991), also known as McVouty, was an American jazz singer, songwriter, guitarist, pianist, and vibraphonist, noted for his vocalese singing and word play in a language he called "Vout". (In addition to speaking eight other languages, Gaillard wrote a dictionary for his own constructed language.)
Along with Gaillard's date of birth, his family lineage and place of birth are disputed. One account is that he was born in Santa Clara, Cuba, of a Greek father and an Afro-Cuban mother; another is that he was born in Pensacola, Florida, to a German father and an African-American mother. Adding to the confusion, the 1920 U.S. Census lists a 19-month-old boy named "Beuler Gillard" in Pensacola, but born in Alabama. He grew up in Detroit and moved to New York City in the 1930s.
According to the obituaries in leading newspapers, Gaillard's childhood in Cuba was spent cutting sugar-cane and picking bananas, as well as occasionally going to sea with his father. However, at the age of 12, he accompanied his father on a world voyage and was accidentally left behind on the island of Crete. After working on the island for a while, he made his home in Detroit. In America, Gaillard worked in an abattoir, trained as a mortician and also had been employed at Ford's Motor Works.
...
"'Nobody knows where Slim Gaillard is'
But one night we suddenly went mad together again; we went to see Slim Gaillard in a little Frisco nightclub. Slim Gaillard is a tall, thin Negro with big sad eyes who's always saying, "Right-orooni" and "How about a little bourbon-orooni. In Frisco great eager crowds of young semi-intellectuals sat at his feet and listened to him on the piano, guitar, and bongo drums. When he gets up warmed up he gets off his shirt and undershirt and really goes. He does and says anything that comes into his head. He'll sing "Cement Mixer, Put-ti, Put-ti," and suddenly slows down the beat and broods over his bongos with fingertips barely tapping the skin as everybody leans forward breathlessly to hear; you think he'll do this for a minute or so, but he goes right on, for as long as an hour, making an imperceptible little noise with the tips of his fingernails, smaller and smaller all the time till you can't hear it any more and sounds of traffic come in the open door. Then he slowly gets up and takes the mike and says, very slowly, "Great-orooni ... fine-ovauti ... hello-orooni ... bourbon-orooni ... all-orooni ... how are the boys in the front row making out with their girls-orooni ... vauti ... oroonirooni ..." He keeps this up for fifteen minutes, his voice getting softer and softer till you can't hear. His great sad eyes scan the audience.
Dean stands in the back, saying, "God! Yes!" — and clasping his hands in prayer and sweating. "Sal, Slim knows time, he knows time." Slim sits down at the piano and hits two notes, two Cs, then two more, then one, then two, and suddenly the big burly bass-player wakes up from a reverie and realizes Slim is playing "C-Jam Blues " and he slugs in his big forefinger on the string and the big booming beat begins and everybody starts rocking and Slim looks up just as sad as ever, and they blow jazz for half an hour, and then Slim goes mad and grabs the bongos and plays tremendous rapid Cubana beats and yells crazy things in Spanish, in Arabic, in Peruvian dialect, in Egyptian, in every language he knows, and he knows innumerable languages. Finally the set is over; each set takes two hours. Slim Gaillard goes and stands against a post, looking sadly over everybody's head as people come to talk to him. A bourbon is slipped in his hand. "Bourbon-orooni — thanky-ou-ovauti ..." Nobody knows where Slim Gaillard is. Dean once had a dream that he was having a baby and his belly was all bloated up blue as he lay on the grass of a California hospital. Under a tree, with a group of colored men, sat Slim Gaillard. Dean turned despairing eyes of a mother to him. Slim said "There you go-orooni". Now Dean approached him, he approached his God; he thought Slim was God; he shuffled and bowed in front of him and asked him to join us ; "Right-orooni," says Slim; he'll join anybody but he won't guarantee to be there with you in spirit. Dean got a table, bought drinks, and sat stiffly in front of Slim. Slim dreamed over his head. Every time Slim said "Orooni, " Dean said, "Yes!" I sat there with these two madmen. Nothing happened. To Slim Gaillard the whole world was just one big orooni."
~Jack Kerouac, On the Road, 1957
«Μια νύχτα, όμως, μας ξανάπιασε ξαφνικά η τρέλα και τους δυο· πήγαμε να δούμε τον Σλιμ Γκέηλαρντ σ' ένα μικρό νάιτ-κλαμπ του Φρίσκο. Ο Σλιμ Γκέηλαρντ είναι ένας ψηλός αδύνατος γέρος [sic: Negro] με μεγάλα θλιμμένα μάτια, που λέει συνέχεια: «Εντάξει - ορούνι» και «τι λες για ένα ουισκάκι - ορούνι». Στο Φρίσκο μεγάλα παθιασμένα πλήθη νέων μισο-διανοούμενων καθόντουσαν στα πόδια του για να τον ακούσουν στο πιάνο, στην κιθάρα και στα ταμπουρίνια του μπόνγκο. Όταν ζεσταίνεται για τα καλά, βγάζει το πουκάμισο και τη φανέλα του και βάζει μπρος. Λέει και κάνει ό,τι του περνάει απ' το κεφάλι. Μπορεί να τραγουδάει το «Σέμεντ Μίλερ [sic], Πού-τι Πού-τι» και ξαφνικά να ελαττώσει το ρυθμό και να σκύψει πάνω στα μπόνγκος του χτυπώντας μόλις με τα ακροδάχτυλά του το δέρμα, έτσι που όλος ο κόσμος σκύβει προς τα μπρος, με κομμένη την ανάσα, για να ακούσει· πιστεύεις πως θα το κάνει αυτό για ένα λεπτό ή περίπου, αλλά συνεχίζει, τουλάχιστον για μια ώρα, δημιουργώντας έναν ανεπαίσθητο ήχο με την άκρη των νυχιών του, ολοένα και πιο χαμηλά, σε σημείο που να μην ακούγεται πια, καθώς σκεπάζεται απ' τους ήχους της κυκλοφορίας του δρόμου που μπαίνουν από την ανοιχτή πόρτα. Μετά σηκώνεται αργά και παίρνει το μικρόφωνο και λέει υπερβολικά αργά: «Μεγάλος - ορούνι... ωραίος - ορούνι... Χέλοου - ορούνι... ουίσκι - ορούνι... όλοι - ορούνι... τα παιδιά της μπροστινής σειράς, πώς πάει με τα κορίτσια σας - ορούνι... ορούνι... βόουτι... ορουνιρούνι...» Και συνεχίζει έτσι για ένα τέταρτο της ώρας, ενώ η φωνή του γίνεται ολοένα και πιο χαμηλή, ώσπου δεν ακούγεται. Τα μεγάλα θλιμμένα μάτια του ερευνούν το ακροατήριο.
Ο Ντην είναι όρθιος στο βάθος και λέει: «Θεέ μου! Ναι!» και συσπά τα δάχτυλά του σε μια χειρονομία προσευχής και ιδρώνει. «Σαλ, ο Σλιμ έχει την αίσθηση του χρόνου, έχει την αίσθηση του χρόνου». Ο Σλιμ είναι καθισμένος στο πιάνο και βαράει δυο νότες, δύο ντο, μετά δυο ακόμα, μετά μία, μετά δύο, και ξαφνικά ο γιγαντόσωμος κοντραμπασίστας ξυπνάει από ένα όνειρο και συνειδητοποιεί πως ο Σλιμ παίζει εκείνη τη στιγμή το «C-Jam Blues» και με το χοντρό του δείκτη αναμοχλεύει τη χορδή και ακούγεται ο βαρύς, εκκωφαντικός ήχος και όλοι αρχίζουν να κουνιούνται ρυθμικά κι ο Σλιμ φαίνεται το ίδιο θλιμμένος όπως πάντα και παίζουν τζαζ για ένα μισάωρο και ο Σλιμ αποτρελαίνεται και αρπάζει τα μπόνγκος και παίζει κουβανέζικους ρυθμούς με μια φρενιτιώδη ταχύτητα και ξεφωνίζει παρανοϊκά πράγματα στα ισπανικά, στα αράβικα, στα περουβιάνικα, στα αιγυπτιακά, σ' όλες τις γλώσσες που γνωρίζει, και γνωρίζει αναρίθμητες γλώσσες. Τελικά, το κομμάτι τελείωσε· κάθε κομμάτι διαρκεί δυο ώρες. Ο Σλιμ Γκέηλαρντ πάει και στήνεται ακουμπισμένος σε μια κολόνα, κοιτάζοντας θλιμμένα πάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων καθώς έρχονται να του μιλήσουν. Ένα ποτήρι ουίσκι αναδεύεται στο χέρι του. «Ουίσκι - ορούνι — σας ευχαριστώ - οβότι». Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται ο Σλιμ Γκέηλαρντ. Μια φορά ο Ντην είδε ένα όνειρο ότι ήταν έγκυος κι η φουσκωμένη κοιλιά του μπλάβιζε καθώς κειτόταν στην πρασιά ενός νοσοκομείου στην Καλιφόρνια. Κάτω από 'να δέντρο, με μια παρέα μαύρους, καθόταν ο Σλιμ Γκέηλαρντ. Ο Ντην έστρεφε σ' αυτόν τα απελπισμένα μάτια μιας μητέρας. Ο Σλιμ είπε: «Άντε λοιπόν - ορούνι». Τώρα ο Ντην τον πλησίαζε· πλησίαζε το Θεό του· πίστευσε πως ο Σλιμ ήταν Θεός· προχώρησε σέρνοντας τα πόδια κι έσκυψε στη μεριά του και του ζήτησε να 'ρθει μαζί μας. «Εντάξει - ορούνι», λέει ο Σλιμ· έκανε συντροφιά με τον καθένα αλλά δεν μπορούσε να εγγυηθεί πως θα 'ναι παρών και πνευματικά. Ο Ντην έπιασε ένα τραπέζι, παράγγειλε ποτά και κάθισε στητός απέναντι στον Σλιμ. Ο Σλιμ ονειροπολούσε πάνω απ' το κεφάλι του. Κάθε φορά που ο Σλιμ έλεγε: «Ορούνι», ο Ντην έλεγε: «Ναι!». Ήμουν καθισμένος εκειδά μ' αυτούς τους δυο παλαβούς. Δεν έγινε τίποτα. Για τον Σλιμ Γκέηλαρντ, ολόκληρος ο κόσμος δεν ήταν παρά ένα πελώριο ορούνι.
Τζακ Κέρουακ, «Στο δρόμο», μετάφραση Δήμητρα Νικολοπούλου, Πλέθρον, 1981, σσ. 216-218
Cement Mixer - Slim Gaillard Trio
«Οδυσσέας, the one
Δεν αγαπούσα εγώ τη γη και τα χωράφια, τα οφέλη του σπιτιού δεν με τραβούσαν, όπου προκόβουν τα καλά παιδιά. Με συγκινούσαν πάντα τα καράβια, το κουπί κι ο πόλεμος, καλοξυσμένα δόρατα και βέλη — άγρια πράγματα που οι άλλοι τα τρέμουν και τα φοβούνται.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ξ, 223-226
Η φωνή κεφάτη, μελωδική. Σαν κάποιος να έχει κρυφτεί στο σκοτάδι και κάνει χαβαλέ μαζί σου.
Τι σε μέλει εσένανε
από πού είμαι εγώ...
Κάρφωσε τα μάτια στην οθόνη και ξαφνιάστηκε. Όχι Έλληνας, όχι κάποιος Ευρωπαίος. Δόντια που άστραφταν κάτασπρα σε πονηρό γελάκι, μουστάκι γραμμωτό αλά Κλαρκ Γκέιμπλ, επιδερμίδα γυαλιστερή, μελαψή. Νέγρος. Όμως η φωνή από το YouTube επέμενε σε λέξεις οικείες:
από το Καραντάσι, φως μου,
ή από το Κορδελιό
Τζαζ κουαρτέτο: μπάσο, κιθάρα, πιάνο, ντραμς. Το τραγούδι ρεμπέτικο αλλά παιγμένο σε ριθμ εντ μπλουζ. «Ρεμπετοjazzia» έγραφε σχολιάζοντας κάποιος από κάτω. Η ηχογράφηση, διάβασε, του 1945.
Τι σε μέλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
Γεμάτη μπρίο και ενθουσιασμό η μουσική απόδοση του μικρασιάτικου. Το τέμπο ξεσηκωτικό. Οι νότες να γρατζουνούν νοσταλγίες αξεθύμαστες. Πρόσεξε καλύτερα το όνομα του τραγουδιστή. Slim Gaillard.
από ποιο χωριό είμ' εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς
Το 1916 γεννιέται στην Κούβα από πατέρα Έλληνα και μάνα Αφροκουβανή ο Σλιμ Γκέιλαρντ. Η Κούβα τα χρόνια εκείνα ήταν λες και έσκαγε επάνω της η πρώτη αυγή του κόσμου. Οι κάτοικοι έλυναν τις διαφορές αυτοσχεδιάζοντας τραγούδια με τρυφερές κατάρες, μικροί μεγάλοι ξέπλεναν κάθε πρωί στη θάλασσα τις αμαρτίες της νύχτας για να 'ναι έτοιμοι για τις επόμενες, και τη μεγάλη φτώχεια που έφερε ο Χεράρδο Ματσάδο τη γλύκαιναν με αυτοσαρκασμούς, καθώς ήταν ο πρώτος εκλεγμένος από τον λαό κυβερνήτης. Μέσα σ' αυτές τις απίθανες ωραιότητες μεγάλωνε ο μαυρούλης Σλιμ. Τα λίγα πέσο που ήθελε για τις καραμέλες τα κέρδιζε κόβοντας μπανάνες και μαζεύοντας ζαχαροκάλαμα. Μόλις πάτησε τα έντεκα τον πήρε μαζί του ο πατέρας, μιας και χρειαζόταν δύο επιπλέον βοηθητικά χέρια στο κρουαζιερόπλοιο όπου δούλευε καμαρότος. Το τέρμα ενός ανέφελου ουρανού. Η αφετηρία του πόντου.
Απ’ τον τόπο που είμαι εγώ
ξεύρουν ν’ αγαπούν
Σ' ένα υπερατλαντικό ταξίδι το 1928 το κρουαζιερόπλοιο πιάνει Κρήτη. Τις προηγούμενες νύχτες, στριμωγμένοι στη στενή κουκέτα, ο Σλιμ άκουσε τον πατέρα του να του μιλάει για αυτό το νησί. Εδώ γεννήθηκε ο παππούς και δικός του πατέρα, αποδώ μπάρκαρε για να ανακαλύψει στον κόσμο τα λιμάνια του. Και πού βρίσκεται το χωριό της καταγωγής τους; Έστυψε το μυαλό, κάτι κατάφερε να θυμηθεί. Δυο λέξεις όλες κι όλες: Ασή Γωνιά.
ξεύρουν τον καημό να κρύβουν
ξεύρουν να γλεντούν.
Τρεις μέρες μετά το κρουαζιερόπλοιο σαλπάρει. Μεσοπέλαγα ο πατέρας συνειδητοποιεί πως ο δωδεκάχρονος το 'χει σκάσει, έχει μείνει στο νησί. Να ανησυχήσει; Να ειδοποιήσει τον καπετάνιο να τον αφήσει στο πρώτο λιμάνι για να γυρίσει πίσω και να τον ψάξει; Μα ποιος μπορεί να αλλάξει τη μοίρα ενός ανθρώπου όταν ο ίδιος αποφασίζει να την κουμαντάρει; Άλλωστε κι αυτός παλιά τα ίδια έκανε όταν υπάκουσε στη μέσα φωνή του.
Έξι μήνες έμεινε στην Κρήτη ο ανήλικος Σλιμ. Βιοπορίστηκε κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Ως και βοσκός στα μιτάτα δούλεψε· βοσκόπουλο negro ανάμεσα στις παρδαλές αίγες. Ήθελε να ζήσει, ήθελε να μάθει. Πρώτα απ' όλα το χωριό του. Εκεί βασίλευε η σχεδόν ερημιά. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια αφότου ξετάπωσαν τους ντόπιους τουρκοκρητικούς και τώρα ήρθαν να το κατοικήσουν οι από απέναντι. Εκεί, από μια γριά που είχε ξεμείνει, έμαθε τη ρίζα του: μισός μισός. Μισός Έλληνας, μισός Τούρκος ο παππούς του. Σελίμ Γυλιαρδάκης με το όνομα. Γέλασε χαρούμενος όταν κατάλαβε τα πόσα αίματα μέσα του: Καραϊβική, Αφρική, Ελλάδα, Ασία. Λίγο προτού πάρει τον δρόμο της επιστροφής, άκουσε από έναν Μικρασιάτη και ζαλίστηκε το «Τι σε μέλει». Ύστερα τρύπωσε σ' ένα αμπάρι για το λαθραίο ταξίδι. Χάνδακας, Πάτρα, Νάπολι, Αμέρικα. Και, χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί, Ντιτρόιτ.
Από τη Σμύρνη έρχομαι
να βρω παρηγοριά...
Υπάλληλος σε γραφείο τελετών, μποξέρ, μάγειρας, φορτηγατζής, τσιράκι των γκάνγκστερ, μεταφέρει παράνομο οινόπνευμα στον Καναδά: λίγα από τα επαγγέλματα που πέρασαν απ' τα χέρια του. Ακολουθεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Εδώ θα αποκαλυφτεί σε όλο το μεγαλείο το τάλαντο που τον κατέχει. Μοιρασμένο στα δύο. Δεινός βιρτουόζος, καθώς παίζει άριστα τέσσερα μουσικά όργανα, όμως μαθαίνει και μιλάει φαρσί οχτώ γλώσσες, ενώ επινοεί μια δική του, εντελώς ακατανόητη — εξού και τα «οβάουτε», «ορούνι», «ορίνι», που ακούγονται στο «Τι σε μέλει». Ακόμα, σε πολλά τραγούδια ανακατεύει την εβραϊκή διάλεκτο γίντις μαζί με τα αραβικά. Απίθανος μίμος, απέραντα καλοκαιρινός, ανάλαφρος, αυτοσαρκαζόμενος διαρκώς, μελωδικά ρομαντικός, αφοσιωμένος βαθιά στον δικό του προσωπικό σουρεαλισμό, μεσουράνησε το '40 και το '50. Ανάμεσα στους πολλούς που τον ήθελαν για συντροφιά τους η Λάνα Τάρνερ και η Ρίτα Χέιγουορθ. Η αποθέωση της ζωής του θα γίνει όταν ο Τζακ Κέρουακ τον κάνει ήρωα στον «Δρόμο». Ο Ντιν Μοριάρτι και ο Σαλ Πάρανταϊς πίνουν ποτό με τον Σλιμ και ο Κέρουακ γράφει: «Για τον Σλιμ Γκέιλαρντ, όλος ο κόσμος ήταν ένα τεράστιο ορούνι».
να βρω μες στην Αθήνα μας
αγάπη κι αγκαλιά.
Πέθανε το 1991 χωρίς ποτέ να πει ένα λυπητερό τραγούδι, δίχως ποτέ να χάσει το κέφι του. Με τον τρόπο του έδειξε πως, ακόμα και στις πιο ζόρικες στιγμές, ο κόσμος είναι στ' αλήθεια ένα τεράστιο ορούνι.
Η φωνή στο YouTube συνεχίζει. Νέγρικη, ελληνική:
Τι σε μέλει εσένανε
από πού είμαι εγώ...»
Κώστας Ακρίβος, «Τελευταία νέα από την Ιθάκη», 2016
Hit that Jive, Jack (On The Road OST) - Slim Gaillard
Last edited: