Αρχίζω με την πρότασή μου για να μη χάνεις το χρόνο σου:
Για μια μορφή άγνωστη στα καθ’ ημάς, κι αφού τώρα γίνεται για πρώτη φορά η μεταφορά της στα ελληνικά, δεν υπάρχει λόγος να καταφεύγουμε σε εξεζητημένες λύσεις.
Μεϊνράδος, με ένα ελάχιστο εξελληνισμού.
Τώρα που το σκέφτομαι, μόνο ένας Έλληνας υπήρξε που θα μπορούσε να έχει ασχοληθεί με ερημίτες στους γερμανικούς αγριότοπους του 9ου αιώνα, ο Ροΐδης… ;)
Αν παρ’ όλ’ αυτά θέλεις λεπτομέρειες: Καλά έκανες και τα παραλλήλισες τα δύο ονόματα, γιατί ως φαίνεται το δεύτερο συνθετικό τους πρέπει να είναι η λέξη
rat της Παλαιάς Άνω Γερμανικής που σημαίνει “βουλή, βούληση” (counsel) (βλ.
Online Etymology Dictionary).
Και του μεν Κορράδου ή Κονράδου το πρώτο συνθετικό είναι --κατά την ίδια πηγή--
kuon “θαρραλέος, ανδρείος” (bold), επομένως
Kuonrat = ο ανδρείος στη βούληση,
του δε ερημίτη Μεϊνράδου (Meginrad κατά το
Λεξικό των αγίων) φαίνεται πως είναι το γερμανικό ρήμα
magen
--σου παραθέτω ό,τι βρίσκω σε μια βάση δεδομένων γερμανικής ετυμολογίας (
Database query to Germanic etymology):
Old Saxon: mag, inf. mugan `vermag, kann'; megin `Kraft, Macht'; maht `id.'
Old High German: mag, inf. mugan (9.Jh.), magan (8.Jh.) `vermag, kann'; magan, megin `Kraft, Macht'; maht 'Vermögen, Köpferkraft, Anstrengung, Gewalt, Vollmacht, Menge, Fülle' (8.Jh.), 'männliche Genitalien' (9./10.Jh.)—
επομένως
Meginrad = ο μέγιστος στη βούληση.
Αν θέλεις κι ένα σοκολατάκι για το τέλος, ιδού: το Conrad, εξιταλιζόμενο σε Corrado, δίνει υποκοριστικό Corradin(o), που δίνει στα ελληνικά Κουραδής > Κοραδής > Κοραής! Πολύ πιθανόν και
Κοραντής.