Ο Κριαράς (Εκδοτική Αθηνών, 1995) επιμένει ότι η ζήλεια ορθογραφείται σε -εια, και επεκτείνει τη συγκεκριμένη ορθογράφηση και στα ζηλειάρης και ζηλειαρόγατα. Τα ΛΝΕΓ και ΛΚΝ διαφωνούν, δίνουν δε ως άμεσο έτυμον της λέξης το μεσν. ζήλια/ζηλία.
Ωστόσο, αν δεν κάνω λάθος, στα μεσαιωνικά το "Επίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας" (τζα, να τος πάλι ο Κριαράς!) αποτελεί εξόχως αξιόπιστη πηγή - και αναφέρει:
ζήλεια η· ζήλα· ζηλεία· ζηλειά· ζουλεία.1α) Φθόνος, ζήλεια: κακόν θηρίον ο φθόνος και η ζήλα Τρωικά 52619· β) επιθυμία: ενέβην ζήλα εις την καρδίαν τους να πάσιν πέρα Μαχ. 7222· γ) διαμάχη, ανταγωνισμός: Τόσες δεν είν’ ζηλειές ανάμεσά τως (ενν. στους φτωχούς) Ερωφ. Γ΄ 409. 2) (Προκ. για γυναίκα και άνδρα) ζηλοτυπία: Ποτέ δεν λείπει η ζήλεια ’ξ εκείνον που αγαπάει Δεφ., Λόγ. 383. [<ζηλεύω + κατάλ. ‑εια. Ο τ. ζήλα στο Meursius. Ο τ. ‑εία στο LBG (‑ία). Ο τ. ‑ειά στο Βλάχ. και ζουλειά στον Somav. Η λ. και σήμ.]
Με άλλα λόγια (αν κατάλαβα καλά), ο Κριαράς δεν βρήκε πουθενά στη μεσαιωνική γραμματεία τα ζήλια/ζηλία που επικαλούνται ΛΝΕΓ και ΛΚΝ; Και τι 'ναι 'κείνο το (-ία) στο LBG;
Βέβαια, το ΕΛΜΕΔΓ περιέχει άλλη ανακολουθία: Δεν λημματογραφεί ζηλειάρη, αλλά ζηλιάρη!
ζηλιάρης, επίθ.· ζουλιάρης· πληθ. ζηλιάροι· θηλ. ζηλιαρά.1) Ζηλιάρης, φθονερός: η τύχη η ζηλιαρά ποτέ μη βλάψει το κορμί τση Ροδολ. Α΄ 732. 2) Ζηλότυπος: αποθαίνω μετά τούτον τον ζουλιάρη Συναξ. γυν. 995. [<ουσ. ζήλεια + κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
Εγώ δεν αμφισβητώ την ορθογράφηση ζήλια - κι αυτήν ακριβώς χρησιμοποιώ προσωπικά, αλλά επίσης δέχομαι και επιβάλλω εντός του οίκου μου. Αλλά μπας και γνωρίζει κανείς πώς προέκυψε αυτή η ανακολουθία και διγνωμία στην ετυμολογία της ζήλ(ε)ιας;
Ωστόσο, αν δεν κάνω λάθος, στα μεσαιωνικά το "Επίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας" (τζα, να τος πάλι ο Κριαράς!) αποτελεί εξόχως αξιόπιστη πηγή - και αναφέρει:
ζήλεια η· ζήλα· ζηλεία· ζηλειά· ζουλεία.1α) Φθόνος, ζήλεια: κακόν θηρίον ο φθόνος και η ζήλα Τρωικά 52619· β) επιθυμία: ενέβην ζήλα εις την καρδίαν τους να πάσιν πέρα Μαχ. 7222· γ) διαμάχη, ανταγωνισμός: Τόσες δεν είν’ ζηλειές ανάμεσά τως (ενν. στους φτωχούς) Ερωφ. Γ΄ 409. 2) (Προκ. για γυναίκα και άνδρα) ζηλοτυπία: Ποτέ δεν λείπει η ζήλεια ’ξ εκείνον που αγαπάει Δεφ., Λόγ. 383. [<ζηλεύω + κατάλ. ‑εια. Ο τ. ζήλα στο Meursius. Ο τ. ‑εία στο LBG (‑ία). Ο τ. ‑ειά στο Βλάχ. και ζουλειά στον Somav. Η λ. και σήμ.]
Με άλλα λόγια (αν κατάλαβα καλά), ο Κριαράς δεν βρήκε πουθενά στη μεσαιωνική γραμματεία τα ζήλια/ζηλία που επικαλούνται ΛΝΕΓ και ΛΚΝ; Και τι 'ναι 'κείνο το (-ία) στο LBG;
Βέβαια, το ΕΛΜΕΔΓ περιέχει άλλη ανακολουθία: Δεν λημματογραφεί ζηλειάρη, αλλά ζηλιάρη!
ζηλιάρης, επίθ.· ζουλιάρης· πληθ. ζηλιάροι· θηλ. ζηλιαρά.1) Ζηλιάρης, φθονερός: η τύχη η ζηλιαρά ποτέ μη βλάψει το κορμί τση Ροδολ. Α΄ 732. 2) Ζηλότυπος: αποθαίνω μετά τούτον τον ζουλιάρη Συναξ. γυν. 995. [<ουσ. ζήλεια + κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
Εγώ δεν αμφισβητώ την ορθογράφηση ζήλια - κι αυτήν ακριβώς χρησιμοποιώ προσωπικά, αλλά επίσης δέχομαι και επιβάλλω εντός του οίκου μου. Αλλά μπας και γνωρίζει κανείς πώς προέκυψε αυτή η ανακολουθία και διγνωμία στην ετυμολογία της ζήλ(ε)ιας;