Χωρίς να ξέρω τα στιβάλια, που αναφέρει ο daeman, η σημασία της λέξης μού 'ναι φως φανάρι, γιατί (άκου να δεις τώρα μικρός που είναι ο κόσμος) ξέρω από μωρό παιδί τα σουηδικά stövel = μπότα (πάσης φύσεως), gummistövel [γομοστίβαλο] = γαλότσα, ridstövel = μπότα ιππασίας, αλλά και skitstövel [σκατοστίβαλο] = κάθαρμα/καθίκι...Μισοστίβαλα: μποτίνια χαμηλότερα από τις μπότες
Το ίδιο έτυμο απαντά σε όλες τις σκανδιναβικές γλώσσες, και προέρχεται από το ιταλικό stivale, που αποτελεί εξάλλου και παρατσούκλι της ίδιας της Ιταλίας, λόγω της ομοιότητας του γεωγραφικού της σχήματος με μπότα... Το stivale, με τη σειρά του φέρεται σύμφωνα με το wiktionary να προέρχεται είτε από το aestīvus < aestās (το καλοκαίρι), ετυμολόγηση που στα δικά μου μάτια μοιάζει σχεδόν αντιφατική, είτε από το tībiālis < tībia (το οστό της κνήμης)...
Εγώ εντωμεταξύ έφτασα εδώ έχοντας ξεκινήσει να ξεφυλλίζω την Κάδμω.
Κι έλεγα να ρωτήσω: έχει κανείς ιδέα τι ακριβώς είναι ο/το Κραντονέλο;
Ήταν της τοπικής γενεάς παιχνίδι. Πάνω στη μουσκεμένη αμμουδιά έπρεπε να τον πλάθεις με τα δυο πόδια του κολλημένα, τα χέρια του σταυροειδώς απάνω στην κοιλιά... «Ωχ, Κραντονέλο, Κραντονέλο» – κι όλα τα παιδιά να τον μοιρολογούν – «όντας σ' έπαιρνε το ρέμα, να μη μ' έπαιρνε και μένα»!