slang

  1. nickel

    mojo = μαγεία, γοητεία, σεξ απίλ, "μαγικό ραβδάκι" | αυτοπεποίθηση, μαγκιά

    [Prob. of Afr. orig.: cf. Gullah moco witchcraft, magic, Fula moco'o medicine man.] Magic, the art of casting spells; a charm or amulet used in such spells. Also attrib. and as v. (OED) [19020s] (orig. US Black) spirituality, magic, thus power and influence (Cassell Dictionary of Slang) Στο...
  2. nickel

    bullshitter = φουμαροπώλης, παπαρολόγος

    Το είδα χτες στον Μπουκάλα («Υπάρχει λόγος να αγχωνόμαστε επειδή γύρω μας μετράμε καθημερινά τους ανέργους να πληθαίνουν, και δίπλα τους άλλους να έχουν μήνες απλήρωτοι, ενώ οι πλουτίσαντες αργόμισθοι του Δημοσίου, τα «δικά τους παιδιά», οι συνήθεις φουμαροπώλες δηλαδή, δεν δυσκολεύονται να...
  3. Zazula

    take to the cleaners

    1. Sl. to take a lot of someone's money; to swindle someone. The lawyers took the insurance company to the cleaners, but I still didn't get enough to pay for my losses. The con artists took the old man to the cleaners. = τρώω τα λεφτά, ξεπουπουλιάζω 2. Sl. to defeat or best someone. We took...
  4. Zazula

    cameltoe

    Cameltoe: the outline of the labia majora seen through tight clothes. Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε στην ταινία The Weather Man, στον υποτιτλισμό της οποίας αποδόθηκε «καμηλόποδη». Η συγκεκριμένη απόδοση θεωρώ ότι ήταν εύστοχη διότι στην ταινία το cameltoe ήταν χαρακτηρισμός προσώπου (έτσι αποκαλούσαν...
  5. nickel

    Γλωσσάρι ακατάλληλο για ενηλίκους

    Γλώσσα των νέων. Μικρό γλωσσάρι (για ξεκίνημα). Από την Ελευθεροτυπία. ΚΕΙΜΕΝΟ ΒΑΣΩ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ (basskan@enet.gr) ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΒΑΖΗ (kavazi@enet.gr) ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ JONNEK JONNEKSSON ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΡΓΟΥΛΙΑΔΗΣ (Ευρετηρίαση και αντιγραφή nickel) ASL = Από τα αρχικά των «age, sex...
  6. Zazula

    στον καιρό (στρατ. ζαργκόν) = άκυρο

    Η έκφραση «στον καιρό» σημαίνει άκυρο (λέγεται για παραγγέλματα ειδικότερα, αλλά και για την ακύρωση οποιασδήποτε ενέργειας ή κίνησης γενικότερα). Έλα, ψάρακα, στον καιρό η αγγαρεία στα μαγειρεία — έστειλα τη σειρά σου. [Ανακοίνωση στα μεγάφωνα]Το άγημα σύνταξη σε πέντε λεπτά έξω από το...
  7. Alexandra

    cougar / cougarlicious

    Cougarlicious is the adjective form of the term "cougar" -- a cougar is an older woman (mid-to-late thirties and onward) who is unattached and seeks young males for sex and companionship. The traditional cougar is attractive and well-off, and she is confident about her needs, desires and...
  8. nickel

    μπάχαλο, μπαχαλάκηδες

    Δυο λέξεις αναζητούν μετάφραση. Μεταφράσματα του μπάχαλου στα λεξικά: mess, muddle, confusion, mayhem, chaos, snafu, fuck-up. Για το «έγινε (το) μπάχαλο», all hell broke loose. (Αλλά δέχεται βελτιώσεις.) Για το «κάνατε μπάχαλο το νήμα», θα έφτανε ένα «You have made a (total) mess of the...
  9. C

    tap that

    Referring to having sex with a female. Comes from the party term, 'to tap a keg'.. where one inserts a tap into a keg and drinks what comes out. But the user is instead tapping an ass. (urban) Εκτός από εκφράσεις με χοντρά μπινελίκια, που δεν μπορούν να μπουν στον υπότιτλο για ευνόητους...
  10. C

    sugar daddy

    A wealthy, usually older man who gives expensive gifts to a young person in return for sexual favors or companionship. Πώς μπορούμε να τον πούμε αυτόν στα ελληνικά; Ευχαριστώ προκαταβολικά.
  11. Alexandra

    skank = τσουλί, βρόμα

    Skank is slang and a pejorative term used in English to describe a certain type of female. The term "Skank" differs from that of "Slut" in that whereas the latter implies only sexual promiscuity; the former also implies poor taste, personally degrading behaviour and low socioeconomic class. Also...
  12. C

    booty bop = τσούγκρισμα των γοφών, «κωλιά»

    To knock hips together as a fun gesture of triumph or celebration, similar to a dance move. Είναι αυτό το "τσούγκρισμα γοφών" που κάνουν δύο άνθρωποι. Δεν μπορώ να το αποφύγω γιατί το δείχνει η εικόνα, και δεν μου έρχεται καμία απόδοση γι' αυτή την κίνηση. Πώς θα μπορούσαμε να το πούμε στα...
  13. La usurpadora

    αέρα πατέρα

    Πώς θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε στα αγγλικά; Είναι και σκέτο το ρημάδι. Πρέπει να σταθεί μόνο του. Αν πούμε nuts ή bonkers δεν περιορίζουμε την έννοιά του;
  14. C

    jailbait

    A person below the age of consent with whom sexual intercourse can constitute statutory rape. (ορισμός από εδώ). Φιλενάδα πιάνει στα πράσα τον φίλο της με ανήλικη. Ο διάλογος είναι ο εξής: -I swear, I had no idea, baby. -Look at her, she's jailbait. Στύβω το μυαλό μου, αλλά δεν μου...
  15. Alexandra

    holler

    Από το Urban. holler a friendly term used to express excitement by a person lacking color (caucasians) Karen: Hey, there's a hot party tonight Pat: HOLLER! Κάποιος το απέδωσε "τζάμι". Συμφωνείτε ή έχετε καμιά άλλη πρόταση, που να έχει κάποια σχέση και με την κυριολεξία του holler;
  16. Zazula

    παντελονάτος (επίθ.) || παντελονάτα (επίρ.)

    (Επειδή δεν βρίσκονται όλα στο slang.gr ;)) Το επίθετο παντελονάτος (και σε θέση ουσιαστικού) έχει τις ακόλουθες σημασίες (με ενδεικτικά παραδείγματα χρήσης - παντού διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου): 1. αντρίκιος, μπεσαλής [παντελόν- από τη φράση "τιμά τα παντελόνια που φοράει" +...
  17. Zazula

    front man = μπροστινός

    (Επειδή δεν βρίσκονται όλα στο slang.gr ;)) Αναφερόμαστε στη λέξη front man, η οποία έχει δύο σημασίες. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται το ουσ. μπροστινός. Για το συνώνυμο front έχει επικρατήσει η βιτρίνα όταν πρόκειται για δραστηριότητα, ενώ πάλι το...
  18. C

    horny = (ευφημ.) (ξ)αναμμένος, ορεξάτος, φτιαγμένος

    Δεν είναι ότι δεν ξέρω τι σημαίνει, απλώς αναζητώ μια λίγο πιο κόσμια απόδοση, καθώς απ' ό,τι πρόσεξα οι Αμερικανοί το χρησιμοποιούν πλέον ευρέως και η λέξη έχει χάσει κατιτίς από την χυδαία της διάσταση. Επειδή είναι για υπότιτλο, αναζητούνται όσο το δυνατόν πιο "μαζεμένες" λέξεις. Ο διάλογος...
  19. Alexandra

    hag = "αδερφομάνα"

    Μόνο με αυτή την έννοια: A single female that has a gay, male best friend.
  20. Alexandra

    nerd, geek, dork

    A Nerd is someone who is passionate about learning/being smart/academia. A Geek is someone who is passionate about some particular area or subject, often an obscure or difficult one. A Dork is someone who has difficulty with common social expectations/interactions. Nerd - σπασίκλας, φύτουλας...
Top