Διαβάζοντας τον σημερινό Μπουκάλα, σκέφτηκα να βάλω την επικαιροποίηση στους νεολογισμούς, ωστόσο και το ΛΝΕΓ την περιέχει και το ελληνοαγγλικό Κοραής.
επικαιροποιώ ρ. μετβ. {επικαιροποιείς... | επικαιροποίησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ημένος) 1. εκσυγχρονίζω κάτι, το ενημερώνω με νέα στοιχεία ή το...