Από συζήτηση σε άλλο φόρουμ αντιλήφθηκα ότι ο νεολογισμός ασόβαρος δεν έχει περάσει ακόμα στα τέσσερα κύρια νεότερα λεξικά (ΛΝΕΓ, ΛΚΝ, Μείζον, Κριαρά). Υπάρχει ωστόσο στον Γεωργακά και, περιέργως, στον Κοραή.
ασόβαρος, -η, -ο [asόvaros] s. ασοβάρευτος
ασόβαρη υπόθεση | poem ε ρε ντροπές, που...