Τα ήδη υπάρχοντα καταλύτης 2. (μτφ., για πρόσ. ή αφηρ. ουσ.) αυτός που με την παρουσία του ή με την παρέμβασή του επιταχύνει καθοριστικά μια διαδικασία: H γαλλική επανάσταση του 1789 έδρασε σαν ~ / ήταν ο ~ για τα απελευθερωτικά κινήματα της Ευρώπης) και καταλυτικός (παράγοντας)(2α. (μτφ.) που...