Κατά το:
λιχνίζω [lixnízo] -ομαι Ρ2.1 : ξεχωρίζω το (βαρύτερο) σιτάρι, από το (ελαφρότερο) άχυρο πετώντας τα στον αέρα.
[αρχ. λικμῶ > ελνστ. λικμίζω, λικνίζω (με επίδρ. της λ. λίκνον) > μσν. λιχνώ, λιχνίζω (ανομ. τρόπου άρθρ. [kn > xn] )]
θα μπορούσε να είναι και λικρίζω. Ξεχωρίζω τη λύκρα...