Όταν οι λεξιπλασίες περνούν στα λεξικά (εδώ, συγκεκριμένα, στο λ. Κριαρά) και μπορούν να φανούν χρήσιμες (εδώ, π.χ., για την απόδοση του brown noser):
αναχεσομύτης ο. (Σκωπτ.) που η μύτη του είναι γεμάτη ακαθαρσίες: (Σπανός D 590). [λ. πλαστή <αόρ. του *αναχέζω + ουσ. μύτη]