παλτινένιος, παλτινένια, παλτινένιο κάποιος που πάει για (ή φημολογείται πως είναι) χρυσός, και τελικά αποδεικνύεται παλτό: παλτινένια μεταγραφή, παλτινένιες αγορές, διπλά παλτινένιος ο τάδε
[Συμφυρμός πλατινένιος + παλτό, με το μεν πρώτο να δηλώνει τη σκοπούμενη κατεύθυνση, το δε δεύτερο την...