προσφοροδότης = η ελλην. απόδοση του αγγλ. όρου bidder
O όρος λημματογραφείται στο ΧΛΝΓ κι έχει υιοθετηθεί από ΕΛΕΤΟ και ΕΕ. Επίσης:
bid, tender (v.) → προσφοροδοτὠ, υποβάλλω προσφορά
bidding, tendering → προσφοροδότηση, προσφοροδοσία, υποβολή προσφορών