3. Ελευθερία, κλίσις να χαρίζη τις εις τους άλλους υπέρ το χρεωστούμενον (libéralité), ελευθεριότης. Ελευθεροψυχία, ή και απλοχερία, και ελευθερόψυχος (libéral)
Κοραής, Άτακτα, σ. 116
Larghezza, θηλ. πλάτος· έτι, ελευθεριότης (απλοχερία)· και ευπορία, περισσία, αφθονία· και άδεια, ελευθερία...