Μιας και είπαμε τόσα για τον αξιοβίωτο ας βάλω και το λήμμα του ΜΗΛΝΕΓ
αξιοβίωτος [aksiovíotos], -η και <λόγ.> -ος, -ο (επ. (Εδιάδικος) ).
1)
α.(για ζωή, κατάσταση κτλ.)
Που αξίζει να τον ζει, να τον βιώνει κάποιος, καθώς προκαλεί αισθήματα ευεξίας, πληρότητας κτλ.
Χρήσεις
αξιοβίωτη ανάπτυξη...