pell-mell = (επίρ.) άνω κάτω, φύρδην μίγδην | πατείς με πατώ σε, ο ένας πάνω στον άλλο
(επίθ.) άτακτος, χαοτικός
(ουσ.) αταξία, σύγχυση, κομφούζιο | συνονθύλευμα
Μπορεί να μην έβαλα αποδόσεις για όλες τις περιπτώσεις, αλλά έβαλα αρκετές. Ορίστε και από ένα λεξικό, το ODE:
Τώρα, γιατί έβαλαν το γαλλικό του 12ου αιώνα στον τίτλο του δημοσιεύματος στο Βήμα («Εκπαιδευτικό pesle-mesle»), δεν έχω ούτε απάντηση ούτε υποψία...
(επίθ.) άτακτος, χαοτικός
(ουσ.) αταξία, σύγχυση, κομφούζιο | συνονθύλευμα
Μπορεί να μην έβαλα αποδόσεις για όλες τις περιπτώσεις, αλλά έβαλα αρκετές. Ορίστε και από ένα λεξικό, το ODE:
pell-mell [pɛlˈmɛl]
adverb in a confused, rushed, or disorderly manner: they rushed pell-mell up the hill.
adjective hasty or disorganized: steps to slow the pell-mell pace of deforestation.
noun [in singular] a disorderly situation or collection of things: the pell-mell of ascending gables and roof tiles.
Origin:
late 16th century: from French pêle-mêle, from earlier pesle mesle, mesle pesle, reduplication from mesler 'to mix'.
adverb in a confused, rushed, or disorderly manner: they rushed pell-mell up the hill.
adjective hasty or disorganized: steps to slow the pell-mell pace of deforestation.
noun [in singular] a disorderly situation or collection of things: the pell-mell of ascending gables and roof tiles.
Origin:
late 16th century: from French pêle-mêle, from earlier pesle mesle, mesle pesle, reduplication from mesler 'to mix'.
Τώρα, γιατί έβαλαν το γαλλικό του 12ου αιώνα στον τίτλο του δημοσιεύματος στο Βήμα («Εκπαιδευτικό pesle-mesle»), δεν έχω ούτε απάντηση ούτε υποψία...