πορτοφόλιο (το) 1. φάκελος εργασιών (φοιτητή, μαθητή, επαγγελματία, φωτομοντέλου κ.λπ.) 2. χαρτοφυλάκιο μετοχών.
[ΕΤΥΜ. Μεταφορά του αγγλικού portfolio < ιταλ. portafogli, απ' όπου και το πορτοφόλι.]
Είναι ενδιαφέρον ότι στο διαδίκτυο (και σίγουρα σε .gr) υπάρχουν πάμπολλα *portofolio, το οποίο δεν ξέρω από ποια γνωστή γλώσσα προέρχεται. :)
Για τον φάκελο εργασιών: http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?p=96652#post96652
[ΕΤΥΜ. Μεταφορά του αγγλικού portfolio < ιταλ. portafogli, απ' όπου και το πορτοφόλι.]
Είναι ενδιαφέρον ότι στο διαδίκτυο (και σίγουρα σε .gr) υπάρχουν πάμπολλα *portofolio, το οποίο δεν ξέρω από ποια γνωστή γλώσσα προέρχεται. :)
Για τον φάκελο εργασιών: http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?p=96652#post96652