Στη
Βιβλιοθήκη της «Ε» της περασμένης εβδομάδας ο Στάντης Αποστολίδης είχε να πει πολλά καλά λόγια και λίγες αναπόφευκτες γκρίνιες:
Πολύτιμο βοήθημα: το νέο ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη
[SIZE=+1]Αναγωγή στις ρίζες![/SIZE]
Από τον Στάντη Ρ. Αποστολίδη
Δύσκολο να πειστεί ο Έλληνας ν’ αγοράσει Λεξικό, και δη της γλώσσας του — αφού «την κατέχει» δα απ’ τα γεννοφάσκια του κι αυθεντία αλλουνού δεν δέχεται!.. Ακόμα δυσκολότερο, αν διαθέτει ένα Ερμηνευτικό, που περιέχει κι ετυμολογίες, να του πεις ότι του χρειάζεται τώρα και ειδικό Ετυμολογικό! Κι όμως, το νέο Ετυμολογικό Λεξικό είναι, όχι απλώς απαραίτητο, αλλά διαβάζεται απ’ αρχής μέχρι τέλους σαν μυθιστόρημα, και όποιος τ’ ανοίξει, αποκλείεται να το κλείσει προτού εξαντλήσει τουλάχιστον το δισέλιδο, διαβάζοντας και γι’ άλλες λέξεις, άλλα θέματα, ξεφυλλίζοντας και πιο κάτω, ψάχνοντας παραδώ, παρακεί όσα καιρό του ‘χαν μείνει αναπάντητα...
Το Ετυμολογικό του Γ. Μπαμπινιώτη ανοίγει νέους δρόμους στην επιστημονική αντιμετώπιση της Γλώσσας και αφήνει πολύ πίσω ό,τι σχετικό ξέραμε, κάνοντας τον παλαιότερό του Ανδριώτη —τον μόνο έγκυρο—, να μοιάζει με μαθητικό σημειωματάριο και τις παρατιθέμενες στα συνήθη λεξικά ετυμολογήσεις, με ανούσιες τηλεγραφικές ανακοινώσεις!..
Παρότι δεν υπάρχουν, μάλιστα, επαρκή λεξικά της Βυζαντινής, εκτός του παμπάλαιου Du Cange, του ημιτελούς Trapp ή του Lampe (αλλά μόνο για τα πατερικά κείμενα) και του επίσης ημιτελούς υπερογκώδους Κριαρά (αλλά μόνο για τη Δημώδη Γραμματεία, και μόνο απ’ το 1100 κι ύστερα), ο Μπαμπινιώτης δεν περιορίζεται στις αρχαιοελληνικές, βυζαντινές ή ξένες ρίζες, προχωρώντας στην αναλυτική διερεύνηση της μορφής όσο και της σημασίας κάθε λέξης σε όλες τις προγενέστερες φάσεις της διά μέσου των αιώνων, ερμηνεύοντας τις μεταβολές βάσει γλωσσολογικών νόμων και καταδεικνύοντας περίτρανα τη βαθύτερη ενότητα της μιας Ελληνικής γλώσσας, μέσω Βυζαντίου, νεοτέρων χρόνων, καθαρευουσιανισμών, Δημοτικισμών κ.λπ. Ανάγεται δε και πέραν της Αρχαίας, στην ινδοευρωπαϊκή μήτρα (λειτουργώντας έτσι ως Ετυμολογικό και της Αρχαίας), με παράθεση των ομόρριζων από την Περσική, τις λατινογενείς, γερμανικές, σλαβικές ή άλλες συγγενείς γλώσσες. Επί πλέον, όπου είναι δυνατόν, σημειώνεται η πρώτη εμφάνιση κάθε όρου, από ποιον συγγραφέα και με ποιο ακριβώς νόημα χρησιμοποιήθηκε. Μα και στα ξένα δάνεια, πάλι δεν αρκείται στην επισήμανση της άμεσης μόνο ρίζας, λ.χ., ότι το νεοελληνικό «παπούτσι» προέρχεται από τουρκικό, παρά πηγαίνει πιο πίσω ακόμη, στο περσικό του αντίστοιχο. Ή στην ελληνική «αφίσα», λ.χ., σημειώνει ότι είναι απ’ το γαλλικό affiche, δεν παραλείπει, όμως, ότι κι εκείνο έχει προκύψει απ’ το λατινικό figicare/ficare (=μπήγω, επικολλώ).
Κι αν από πλευράς ιστορικής-συγκριτικής είν’ εξαντλητικός, διόλου δεν υστερεί και στη συγχρονική μελέτη κάθε λέξης: παρέχει τα ομόρριζα, τα σύνθετα, τα παράγωγα, διευκρινίζει αν κάποια ελληνική χρησίμευσε σε άλλες γλώσσες ως ρίζα δικών τους λέξεων, όρων κ.λπ., ερευνά τις σημασιολογικές τους συναρτήσεις, μεταδίδοντας στον αναγνώστη-μελετητή την αγωνία του λεξικογράφου να δαμάσει την εσώτατη φύση, όχι των μεμονωμένων εκφάνσεων, αλλά του όλου οργανισμού της γλώσσας με τις αέναες μεταλλαγές του.
Ιδιαίτερα χρήσιμοι κι εποπτικοί, κυρίως για τον αμύητο, οι πίνακες δανείων της Ελληνικής από άλλες γλώσσες (Γαλλική, Ιταλική, Τουρκική, Σλαβικές, κ.λπ.), των ενδιαφερότατων αντιδανείων, των ελληνογενών ξένων όρων, μα κι εκείνοι με τους ορθογραφικούς ή τονικούς κανόνες, καθώς και το δέντρο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Κανένα Νεοελληνικό λεξικό, ερμηνευτικό ή ετυμολογικό, δεν είχε προχωρήσει ποτέ πέραν της μονολεκτικής όσο και δογματικής παράθεσης αρχαίων, μεσαιωνικών ή ξένων ριζών. Πουθενά δεν υπήρχε συνάρτηση και συνεξέταση ορθογραφίας κι ετυμολογίας, ούτε διεξοδική «Ιστορία των λέξεων», κατά τα πρότυπα του Chantraine στο περίφημο Dictionnaire Etymologique de la langue Grecque. Και μόνο με τέτοια έργα αναδεικνύεται η Ετυμολογία στη θέση που της αξίζει — κλάδος επιστημονικός καθαυτό και όχι πεδίο διατύπωσης ατέρμονων υποθέσεων και αυθαίρετων παρετυμολογιών, βάσει ομοηχιών, προλήψεων, εθνικών σκοπιμοτήτων κ.λπ.
Αν είναι εν τούτοις αξιοθαύμαστη η σύνθεσή του, δεδομένης της τόσο ελλιπούς λεξιλογικής «αποθησαύρισης» των σκοτεινών «ενδιάμεσων χρόνων» της Ελληνικής, μια αντίστοιχη έλλειψη προδιαμορφωμένου συστήματος επιστημονικής Λεξικογραφίας, η περιορισμένη φιλολογική-εκδοτική εμπειρία στον συγκεκριμένο τομέα και η απαράδεκτη υστέρηση στη συγκρότηση επιστημόνων ικανών για πείθαρχη συμμόρφωση στ’ αυτονόητα της Έρευνας γίνεται αναπόφευκτα αισθητή. Όπου απαιτείται δηλαδή αυστηρή κωδικοποίηση και καταλογογράφηση στοιχείων, ενιαιοποίηση παραπομπών και συνθετική αντίληψη Ιστορίας-Εθνολογίας-Γεωγραφίας, εκεί το Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη μειονεκτεί έναντι αντίστοιχων ξένων εκδόσεων.
Έτσι, στον εναρκτικό Πίνακα συγγραφέων και έργων δεν θα βρεθεί ο Γρηγοράς, ούτ’ ο Φραντζής, ούτ’ ο Καντακουζηνός, ούτ’ ο Αιλιανός, ούτ’ ο Φιλόστρατος, γιατί καταχωρίζονται στο «Ν» ο Γρηγοράς (καθ’ ότι Νικηφόρος!), στο «Γ» ο Φραντζής (καθ’ ότι Γεώργιος!), στο «Ι» ο Καντακουζηνός (καθ’ ότι Ιωάννης!), στο «Κ» ο Αιλιανός (καθ’ ό,τι Κλαύδιος!) και στο Φ: «Φλάβιος» ο Φιλόστρατος! Όμως, ακόμα κι αν εύκολα τ’ ανακαλούσε κανείς, ποιος θα τους αναζητούσε με τα μικρά τους ονόματα; Σε ποιο βοήθημα κατατάσσονται έτσι; Χάθηκε ένα παραπεμπτικό, έστω; Και γιατί δεν τηρείται ο ίδιος κανόνας για τον Ζωναρά, λ.χ., να μπει κι αυτός στο «Ιωάννης», ή για τον Ιώσηπο, να πάει στο «Φλάβιος» επίσης; Ήταν λιγότερο «Φλάβιος» απ’ τον Φιλόστρατο;..
Ύστερα, δεν είναι καν πλήρης! Δεκάδες μνείες ονομάτων μες στα διάφορα λήμματα —γνωστών, όπως ο Στοβαίος, ο Φερεκύδης, ο Στέφανος Βυζάντιος, ο Θωμάς Μάγιστρος, ο Πλίνιος, ή σιβυλλικά αναφερόμενων, όπως: «Καλλίνικος» (ποιος;) ή «Κυραν. Μαγ.» (!)— λείπουν αδικαιολόγητα απ’ τον Πίνακα, οπότε και δεν ξέρει κανείς σε ποιο έργο τους ν’ ανατρέξει ή πότε έγραφαν! Η ίδια ανομοιοτυπία και στη χρήση των συντομογραφιών: αλλού χρησιμοποιούνται οι υποδεικνυόμενες στον Πίνακα κι αλλού επαναλαμβάνονται τα βιβλιογραφικά στοιχεία των διαφόρων εκδόσεων, όχι δα με ιδιαίτερη ακρίβεια — κάτι που αντικατοπτρίζει τον ανεπαρκή συντονισμό των συνεργατών.
Ακόμη, δεν διαχωρίζονται πάντοτε τ’ αμφισβητούμενα κείμενα από τα γνήσια (βλ., λ.χ., την περίπτωση του Δημοσθένη), με αποτέλεσμα οι συναγόμενες χρονολογήσεις να μην είναι αρκούντως αξιόπιστες... Εύλογα, τέλος, ερωτήματα θα προξενήσει εκείνη η... «ΑΛΚΜΑΙΩΝΙΣ», που εμφανίζεται ως: ...«επικός 7ου/6ου αιώνα π.Χ.» (!), ενώ πρόκειται βέβαια για τίτλο αρχαίου έπους αγνώστου πατρότητος!..
Φυσικά, η κατά λήμμα κρίση ενός λεξικού θ’ απαιτούσε πολυσέλιδη αντιμετώπιση και οποιεσδήποτε επί μέρους παρατηρήσεις θα το αδικούσαν συνολικά, παρέχοντας την ψευδή αίσθηση ότι, αφού πιάστηκαν 5 λάθη, θα υπάρχουν 50! Επειδή, όμως, δεν φυλλομετρήθηκε απλώς, αλλά ελέγχθηκε σχολαστικά, αξίζει να σημειωθούν εδώ κάποιες ενδεικτικές αδυναμίες.
Τα εθνωνυμικά: «ουγγρικός/Ουγγαρία» εμφανίζονται ως πρωτοσυναντώμενα «τον 2ον αιώνα μ.Χ.», παραξενεύοντας τον γνώστη της Ιστορίας, εφόσον, όχι μόνον οι Ούγγροι πρωτοεγκαθίστανται στον ευρωπαϊκό χώρο 7 ολάκερους αιώνες αργότερα (το 895 μ.Χ.) παρά και οι πρόγονοί τους ακόμη, οι Ούννοι, τον 4ο μόλις αιώνα! Πώς είναι δύνατον απ’ τον 2ο αιώνα να μαρτυρούνται Ούγγροι! Τα προσαγόμενα χωρία εν προκειμένω Ηρωδιανού γραμματικού (του 2ου αι. μ.Χ.) και ανωνύμου «σχολιαστή Δημοσθένους» είναι αμφότερα παραπλανητικά, καθώς το μεν πρώτο είναι ψευδο-Ηρωδιανός (κι άρα σαθρή κάθε χρονολογική τεκμηρίωση από ’κεί), ενώ τα δημοσθενικά σχόλια βρίσκονται σε κώδικα του 11ου αιώνα, όπου φυσικό πια να υπάρχει μνεία Ούγγρων! Και το λάθος θα ’χε αποφευχθεί, αν είχε ερευνηθεί επιμελέστερα η αξιοπιστία των προσεπικαλούμενων πηγών.
Αντιστοίχως, στο μεν λήμμα «Αθίγγανοι» λέγεται λανθασμένα για τους Γύφτους < Αιγύπτιους ότι πρόκειται περί «νομαδικού φύλου που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, ερχόμενο πιθανώς από την Αίγυπτο (ενώ είναι γνωστό ότι ήρθαν απ’ τ’ ανατολικά, μέσω Θράκης προφανώς, κι επ’ ουδενί πάντως μέσω Αιγύπτου), στο λήμμα «Γύφτοι», όμως, γράφεται το σωστό: ότι ονομάστηκαν έτσι επειδή «θεωρήθηκε ότι ήρθαν απ’ την Αίγυπτο»!
Στο λήμμα «χιλίαρχος» η σημασιολογική διερεύνηση ξεκινάει απ’ τον χιλίαρχο επί Ρωμαίων, προσπερνιέται, ωστόσο, άνευ λόγου το περσικό αυλικό αξίωμα, που Ηρόδοτος και Ξενοφών μνημονεύουν δύο τουλάχιστον αιώνες νωρίτερα και ήταν κοινότατο κι επί Μεγαλέξανδρου και στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια!...
Τα ίδια με τον «πύραυλο», που, ενώ φέρεται στο Λεξικό Μπαμπινιώτη ως νεόπλαστος, με χρονολογία εισαγωγής 1858, αναφέρεται ήδη απ’ τον Γάλλο ελληνιστή G. Bude κάμποσους αιώνες πίσω!
Στο λήμμα «Τσάμης», πάλι, ανακριβώς χαρακτηρίζονται «μουσουλμάνοι αλβανόφωνοι της Θεσπρωτίας επί Τουρκοκρατίας», αφού ζούσαν, ως γνωστόν, εκεί ίσαμε τον Β΄ Παγκόσμιο και διώχτηκαν μόνο μετά την απελευθέρωση, λόγω της ανοιχτής συνεργασίας τους με τους Γερμανούς! Και ούτε βέβαια στέκουν, στα σοβαρά, οι δύο προτεινόμενες ετυμολογήσεις, είτε από ελληνικό τοπωνύμιο (τον Θύαμι ποταμό) ή απ’ το θρακο-ιλλυρικό φύλο «Σάμεις»!..
Εξίσου απαράδεκτη η ανεκδοτολογική ετυμολογία της λέξης «τεφαρίκι» απ’ τον εκδότη Κ. Τεφαρίκη, που κυκλοφόρησε, λέει, ανθολογία, το 1868, κι ως εκ τούτου κατέληξε τ’ όνομά του να σημαίνει «πράγμα εκλεκτής ποιότητας» (αντί ν’ αναζητηθεί στο παλαιοτουρκικό «tefarik»: κόσμημα, αριστούργημα, κομψοτέχνημα, κατά Κουκκίδη, σ. 94), ενώ ουδέποτε έσχε τέτοια διάδοση καμιά παρόμοια ανθολογία, ώστε να οδηγούσε κιόλας σε λεξιπλασία, η δε λέξη μαρτυρείται στο στόμα του λαού σε περιοχές απρόσιτες, του τουρκοκρατούμενου Πόντου ή της Καρπάθου, της Κρήτης και της Σκιάθου, μακριά από οιοδήποτε κέντρο βιβλίων ή γραμμάτων!...
Τέλος, μικρο-ανακρίβειες ή ακρισίες εντοπίζονται κι αλλού, όπως στο λήμμα «καρμανιόλα», όπου η ομώνυμη ιταλική πόλη τοποθετείται στην Τοσκάνη, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται στο Πεδεμόντιο!
Παρ’ όλα ταύτα, δύσκολα θα μπορούσε να βρει καλύτερη εφαρμογή η παροιμία «Δεν κουτσαίνει η γίδα απ’ τ’ αφτί», καθώς και δυο και τρεις φορές τόσα να υποδείκνυε κανείς, επ’ ουδενί μειώνονται η αξία του καταβεβλημένου μόχθου, η πρωτοτυπία και η εγκυρότητα του έργου. Αν υπήρχε μάλιστα κράτος και συνεστημένη Παιδεία σ’ αυτό τον τόπο, θα ’πρεπε σε κάθε δάσκαλο, απ’ το Νηπιαγωγείο ίσαμε το Λύκειο, να μοιραζόταν υποχρεωτικά το συγκεκριμένο Λεξικό, προτού μπει σε οποιαδήποτε τάξη να διδάξει, σαν εγκόλπιο καθαυτό, μπας και ξεστραβωθούμε επιτέλους «διά βίου μαθαίνοντας» (κατά τον νεόκοπο τίτλο του υπουργείου μας) το πρώτιστο: την ίδια μας τη Γλώσσα!..
Ειδικότερα για το
τεφαρίκι υπάρχει στο
Linguarium η αναλυτική εξήγηση από τον Dr Moshe.