The funny word/phrase of the day...

Το βάζω εδώ γιατί δεν έχει να κάνει με μετάφραση, it's just for fun!

Πολλές φορές, ενώ ψάχνω στο νετ (ή απλά χαζεύω), πετυχαίνω λέξεις ή εκφράσεις που δεν ήξερα και μου κάνουν μεγάλη εντύπωση ή με κάνουν και βάζω τα γέλια μόνη μου. Κάποιες από αυτές σκέφτηκα να τις μοιράζομαι και μαζί σας (και, φυσικά, να μοιράζεστε κι εσείς, αν θέλετε).

Σήμερα, πέτυχα αυτό και έλιωσα:


to goose someone:

"...Any action involving poking or proding of one's buttocks, as if you are being snapped at by a goose."

"...it is often done in a joking, playful manner between friends..."


 

Zazula

Administrator
Staff member
to goose someone:

"...Any action involving poking or proding of one's buttocks, as if you are being snapped at by a goose."

"...it is often done in a joking, playful manner between friends..."
What is the difference between erotic and kinky?

Erotic: Using "goose" in the buttock-poking sense.
Kinky: Using the whole bird.
 
Συγγνώμη εκ των προτέρων για την παρέκβαση του κώλου (κυριολεκτικά) που ακολουθεί, αλλά θα έσκαγα αν δεν ρωτούσα.

Μπορεί κάποιος να με διαφωτίσει σχετικά με το πότε και πώς καθιερώθηκε το πατ-πατ στα, εχμμμ, οπίσθια ως ένδειξη επιδοκιμασίας και αναγνώρισης μεταξύ αθλητών; (π.χ. στο μπάσκετ μετά από καλάθι, ή όταν ένας παίχτης γίνεται αλλαγή)
(Μόνο σε μένα φαίνεται γελοίο να βλέπεις ένα τσούρμο μαντράχαλους να πιάνουν ο ένας τον κώλο του άλλου;)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Κάτι είναι βρόμικο μόνο στο μυαλό του παρατηρητή. :p
 

Elena

¥
The art of the butt touch....

Συγγνώμη εκ των προτέρων για την παρέκβαση του κώλου (κυριολεκτικά) που ακολουθεί, αλλά θα έσκαγα αν δεν ρωτούσα.

Μπορεί κάποιος να με διαφωτίσει σχετικά με το πότε και πώς καθιερώθηκε το πατ-πατ στα, εχμμμ, οπίσθια ως ένδειξη επιδοκιμασίας και αναγνώρισης μεταξύ αθλητών; (π.χ. στο μπάσκετ μετά από καλάθι, ή όταν ένας παίχτης γίνεται αλλαγή)
(Μόνο σε μένα φαίνεται γελοίο να βλέπεις ένα τσούρμο μαντράχαλους να πιάνουν ο ένας τον κώλο του άλλου;)






:) Πολλά λένε διάφοροι, αλλά εμένα μου αρέσει αυτό και αυτό.




Eπίσης:

http://basketbawful.blogspot.com/2008/04/word-of-day-butt-slap.html



butt slap (but slap) noun. The act of patting or slapping a teammate on the posterior; used to acknowledge a great play or as a general display of camaraderie.

[...]

Synonyms: Also referred to as either the ass slap or (more rarely) the sportsman's slap.
 

nickel

Administrator
Staff member
Έχουμε εξοκείλει εντελώς. Δεν φτάνει που αποκτήσαμε πρόγραμμα να βαράμε μύγες, σε λίγο θα αναζητούμε και πρόγραμμα να βαράμε κώλους. Το κωλοβάρεμα μάς έχει καταστρέψει!
 
Εννοείτε ότι κωλοβαράτε ή ότι κωλοβαριέστε;

Το δικό μου funny word είναι το jew ως ρήμα, που σημαίνει κάνω σκληρά παζάρια (π.χ. "Ι jewed them down on the price"). Μην το χρησιμοποιείτε όπου λάχει όμως, μερικοί μπορεί να μην το δουν από τη θετική του πλευρά.
 
Last edited:

Zazula

Administrator
Staff member
Για funny phrase(s) of the day, καταθέτω όλα τα rebuttals του world-famous "he who smelt it, dealt it" (ληφθέντων από εδώ):

He who denied it, supplied it.
He who deduced it, produced it.
He who attributed it, distributed it.
He who detected it, projected it.
He who perceived it, conceived it.
He who expressed it, compressed it.
He who related it, deflated it.
He who protested it, foam-crested it.
He who derided it, provided it.
He who maligned it, designed it.
He who smelled it, expelled it.
He who opined it, refined it.
He who rued it, brewed it.
He who revealed it, peeled it.
He who quipped it, ripped it.
He who knew it, blew it.
He who reported it, exported it.
He who decoyed it, deployed it.
He who averred it, disinterred it.
He who eschewed it, spewed it.
He who mocked it, knocked it.
He who tells of it, smells of it it.
He who spoke it, broke it.
He who disclaimed it, enflamed it.
He who exposed it, composed it.
He who noted it, floated it.
He who relayed it, sprayed it.
He who damned it, grand-slammed it.

He who said it, shed it.
He who relayed it, made it.
He who thought it, wrought it.
He who unearthed it, birthed it.
He who sensed it, dispensed it.
He who sensed it, commenced it.
He who spoke it, broke it.
He who disputed it, tooted it.
He who squeaked it, cheeked it.
He who berated it, created it.
He who sensed it, dispensed it.
He who spurned it, burned it.
He who noted it, floated it.
He who declared it, aired it.
He who blurted it, squirted it.
He who speaks it, reeks it.
He who spurned it, burned it.
He who committed it, emitted it.
He who shunned it, tail-gunned it.
He who rebuked it, nuked it.
He who hyped it, piped it.
He who blamed it, flamed it.
 

anna

¥
Δεν φτάνει που αποκτήσαμε πρόγραμμα να βαράμε μύγες, σε λίγο θα αναζητούμε και πρόγραμμα να βαράμε κώλους.
Τι εννοείς; Ποιο πρόγραμμα βαράει μύγες;
 
Αυτό.
(Του έχω πει να βάζει λινκ όταν κάνει ενδοφορουμικές αναφορές, αλλά αυτός το χαβά του. :))
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μόνο σε νήμα με τίτλο "The funny word/phrase of the day" ταιριάζει αυτό:

omo phr. [1960s+] a signal used by a part-time or amateur prostitute, denoted by the placing of a packet of washing powder Omo in one's window, indicating that the husband is away at sea and the woman is available for sex. [abbr. old man out]

Οπότε κάποια που αγοράζει Omo μπορεί μεν να μην είναι τσαπατσούλα, αλλά πάντα θα υπάρχουν σκιές για το ουσιαστικό χωρίς το σκαπτικό πρόθημα. :D
 

Zazula

Administrator
Staff member
love = zero

In tennis, love means "zero". Tennis scores are love, 15, 30, 40, game, rather than 0-1-2-3-4, win. This word is an English rendition of French l'œuf "the egg" in a sense akin to the English phrase goose egg.

Από το Folk Etymology τού Dr. Goodword. :)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Αρχαία ελληνική λέξη που έμαθα σήμερα: ψολοκομπία. Η σημασία της, σύμφωνα με το Lidell-Scott: thunderous talk, i.e. empty noise; smoky (i.e. empty) talk. Στον Θησαυρό του Γιοβάνη: κινδυνολογία χωρίς πραγματική απειλή.
 

nickel

Administrator
Staff member
Η λέξη εμφανίζεται άπαξ, στους Ιππείς του Αριστοφάνη. Εξίσου σπάνιος είναι ο σκέτος ψόλος, άγνωστης ετυμολογίας, που σημαίνει αιθάλη, καπνός. Είναι από τις λέξεις που ξέρουν τα λεξικά. Τον κόμπο, πάλι, τον ξέρουμε από το κομπάζω. Το ΛΝΕΓ περιλαμβάνει τον κόμπο = καυχησιά στο λημματολόγιό του αλλά μην το δέσετε κόμπο ότι χρησιμοποιείται κιόλας. Η δική μου αγαπημένη λέξη για την καυχησιά είναι ο κλασαυχενισμός, που επίσης εμφανίζεται άπαξ στην αρχαία γραμματεία (LSJ: walk with one's neck awry, i.e. with an affected air, of the son of Alcibiades), αλλά γνώρισε πιένες στα νεότερα χρόνια.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Η αγαπημένη μου αστεία λέξη για σήμερα είναι ο κρικητός· πρόκειται για την ελληνική ονομασία τού χάμστερ.
Η λέξη χάμστερ είναι γερμανική, αλλά η προέλευσή της είναι σλαβική (αυτό δίνει και το ΕΛΝΕΓ).
Οι γραφές *κρικέτος και *κρικετός είναι εσφαλμένες. Το θέμα είναι πως κατ' αναλογία θα πρέπει να είναι εσφαλμένο και το κρικετόμυς με το οποίο είναι γεμάτο το Διαδίκτυο· ο Πάπυρος δίνει κρικητόμυς. Ωστόσο αναφέρει (αλλού) το νανοκρικετός.
 

nickel

Administrator
Staff member
Βεβαίως κρικητός. Πρέπει να τσεκάρουμε πάντα μήπως είναι μακρό το e, μήπως είναι «ē». Και έτσι είναι! Cricētus.

Βρε τι πάθαμε μάθαμε πάλι!

Το είχα ξεχάσει αυτό το νήμα. Θα 'πρεπε να το 'χουμε ψωμοτύρι.
 
The act of patting or slapping a teammate on the posterior;

To posterior phase που έγραψα σε άλλο νήμα αποκτάει καινούριο νόημα για μένα τώρα... :D
 

Zazula

Administrator
Staff member
H αγαπημένη μου αστεία λέξη για σήμερα είναι το ξίκι. Το ξίκι προέρχεται από την τουρκική γλώσσα, και συγκεκριμένα από το eksik "ελαττωματικός, λειψός", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το παλαιοτουρκικό egsük (με την ίδια σημασία): http://www.nisanyansozluk.com/?k=eksik. Υπάρχει και έκφραση «ξίκι να γίνει», παναπεί δεν με νοιάζει, δεν δίνω σημασία σ' αυτό στο οποίο αναφέρομαι, κάτι σαν «άιντε χαλάλι κι άι στο καλό». Όταν απευθύνεται σε πρόσωπο, είναι μια ήπια έκφραση για να πεις σε κάποιον «άιντε πάγαινε από 'δώ».

Το ξίκι έδωσε και επίθετο ξίκικος, το οποίο σημαίνει "λιποβαρής". Παρεμπ, το λιποβαρής προσφέρει μια σολομώντεια λύση και στο δίλημμα: ελλειποβαρής ή ελλιποβαρής; Γράφεις «λιποβαρής» και καθαρίζεις! Σίγουρα; Χμμ, μάλλον δεν είναι όλα τόσο απλά σ' ετούτη τη ζωή... Όπως έχω γράψει και παλιότερα, για σκεφτείτε για λίγο ότι είστε στο χώρο της ιατρικής, διατροφολογίας, διαιτολογίας ή φυσικής αγωγής. Υπάρχουν δύο "λιπ(ο)-" που παράγουν σύνθετα· το ένα σάς δίνει λιποβαρής για αυτόν που έχει βάρος λιγότερο του κανονικού, ενώ το άλλο λιποκύτταρο, λιποσωμάτωση, λιποσυλλέκτης για έννοιες που σχετίζονται με το λίπος. [Κουίζ: Η λιπόπυγος —αν, δηλαδή, υπήρχε μια τέτοια λέξη— θα ήταν στεατοπυγική ή ανορεξική;] Τέλος πάντων, εσείς επιλέγετε επομένως συνειδητά να πείτε και να γράψετε "ΕΛλιποβαρής", ώστε να είστε βέβαιοι ότι δεν θα σας παρανοήσουν (είναι σαν να αποφεύγει κάποιος να κάνει σωστή χρήση της λέξης "ευάριθμος" επειδή φοβάται ότι πολλοί θα καταλάβουν το αντίθετο από 'κείνο που θέλει να πει).

Αυτό λοιπόν το λιπο- που συνδέεται με το λείπω (μέσω του συνοπτικού θέματος· πρβλ αόρ. β' έ-λιπ-ον) είναι, βέβαια, ήδη αρχαίο και έχει δώσει σύνθετα τα επίσης αρχαία λιποθυμώ, λιποψυχώ, λιπόσαρκος, λιποταξία και λιπόξυλος, και κατόπιν το λιποβαρής [1891] μεταξύ άλλων. Το ΕΛΝΕΓ προκρίνει τη γραφή ελλιποβαρής, θεωρώντας ότι ο τύπος αυτός προέκυψε από το λιποβαρής υπό την επίδραση του ελλιπής, ωστόσο το λημματογραφεί σαν να έχει προκύψει από απευθείας σύνθεση προθέματος ελλιπο- και -βαρής (για το οποίο -βαρής βλ. κι εδώ: http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=5524). [ΣτΖ: Το ΛΚΝ δεν λημματογραφεί ούτε ελλιποβαρής ούτε ελλειποβαρής.] Πάντως προσωπικά έχω την αίσθηση πως αυτό που λέει το ΕΛΝΕΓ είναι το σωστό· κι άλλωστε κι εγώ πιο πάνω κάτι τέτοιο περιέγραψα πως πρέπει να συνέβηκε με τον σχηματισμό τής λέξης. Το πλήρες θέμα λειπ- μπορεί να απαντά σε άλλα παράγωγα του ελλείπω (όπως π.χ. στα έλλειμμα, έλλειψη, ελλειπτικός), αλλά δεν υπάρχει πρόθημα ελλειπο- — παρά μόνον ελλειψο- και ελλειπτικ-. Επομένως μπορούμε να υιοθετήσουμε ως νέο πρόθημα το ελλιπο- με αφορμή το ελλιποβαρής, και να προσθέσουμε στην οικογένειά του και το ελλιποσύμφωνο "είδος πνευματικής άσκησης όπου ο ασκούμενος συμπληρώνει μια λέξη ή μια φράση από την οποία έχουν αφαιρεθεί όλα τα σύμφωνά της". Αν, από την άλλη, επιθυμούσαμε και να ζευγαρώσουμε τον λόγιο σχηματισμό (ελ)λιποβαρής με έναν που δεν είναι λόγιος (κατά το σχήμα εμπροσθοβαρής - μπροστόβαρος), έχουμε ένα μικρό πρόβλημα καθότι και το πρόθημα λειψ- πάλι σε λόγιες λέξεις όπως λειψανδρία και λειψυδρία απαντά, κι επομένως δεν βλέπω καμία τύχη στο λειψόβαρος (κάποιος ωστόσο γράφει λειψοβαρής)· άρα εκεί το ξίκικος είναι μια χαρά. Να σημειώσω, τέλος, ότι η μεταπτωτική βαθμίδα (ελ)-λιπ- τού ρ. λείπ-ω μπερδεύει αρκούντως τον κόσμο, με αποτέλεσμα πολλοί να γράφουν *ελλειπής κλπ. [Κρίμα που το αρχ. έλλυπος "θλιμμένος" δεν έδωσε παραγωγικό πρόθημα ελλυπο- — θα ήταν ταμάμ για λογοπαίγνια!]

Για όσους επιθυμούν να παρακάμψουν τον ορθογραφικό σκόπελο και τα διλήμματα του τύπου «να βάλω ΕΛ μπροστά ή όχι», υπάρχει και η βιβλική διέξοδος, από το βιβλίο τού Δανιήλ 5,27: καὶ αὕτη ἡ γραφὴ ἐντεταγμένη· μανή, θεκέλ, φάρες. τοῦτο τὸ σύγκριμα τοῦ ρήματος· μανή, ἐμέτρησεν ὁ Θεὸς τὴν βασιλείαν σου καὶ ἐπλήρωσεν αὐτήν· θεκέλ, ἐστάθη ἐν ζυγῷ καὶ εὑρέθη ὑστεροῦσα· φάρες, διῄρηται ἡ βασιλεία σου, καὶ ἐδόθη Μήδοις καὶ Πέρσαις. Βέβαια, ούτε το θεκέλ αποτελεί σίγουρη λύση· παρόλο που είναι η συχνότερη μορφή, θα το βρείτε και παροξύτονο: θέκελ. [Να το γράφουμε תקל καλύτερα;]

Για μένα αστείο είναι και το ότι το ξίκι διαφέρει μόνο κατά ένα γράμμα από το ξίγκι, που μας οδηγεί πάλι στο λίπος! Αλλά εκεί που δύσκολα μπορεί να οδηγηθούμε είναι πιθανότατα στο να συμφωνήσουμε πώς να το ορθογραφούμε τούτο το τελευταίο: ξίγκι, ξίγγι, ξύγγι ή ξύγκι; Γι' αυτά, όμως, ας γράψει και κάνας άλλος. :)
 
Top