metafrasi banner

earner

In 2005, 21.2 percent of US national income accrued to just 1 percent of earners.

Βιοποριστής. Αμειβόμενος. Οικονομικά ενεργός. Ό,τι άλλο προαιρείστε. Μιλάμε όταν είναι μόνο του, χωρίς wage- κττ. Μπορεί να είναι ο τελευταίος τροχός, μπορεί να είναι και ο Σόρος.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Μήπως σου κάνουν οι εισοδηματίες; Επειδή υποθέτω ότι earners δεν θα είναι μόνο αυτοί που κερδίζουν χρήματα από εργασία, αλλά που εισπράττουν εισοδήματα απ' όλες τις πηγές.
 

nickel

Administrator
Staff member
Αν θέλεις να ακριβολογήσεις, περίφραση: «όσων δήλωσαν εισόδημα». Για όλα τα άλλα έχω ενστάσεις.
 
Μήπως σου κάνουν οι εισοδηματίες; Επειδή υποθέτω ότι earners δεν θα είναι μόνο αυτοί που κερδίζουν χρήματα από εργασία, αλλά που εισπράττουν εισοδήματα απ' όλες τις πηγές.
Δεν ξέρω πόσο αυστηρά χρησιμοποιεί ο συγγραφέας μου τον όρο (δεν το διευκρινίζει), αλλά πάντως το OED λέει:

To render an equivalent in labour or service for (wages); hence, to obtain or deserve (money, praise, any advantage) as the reward of labour.

nickel, αν ευκαιρείς, ποια είναι η ένστασή σου για το βιοποριστής (και για τα άλλα βεβαίως);
 

nickel

Administrator
Staff member
Κρίνω τη σημασία του earner εδώ από τη χρήση που γίνεται στη συγκεκριμένη πρόταση, οπότε εικάζω ότι πρόκειται για κάθε άτομο που δηλώνει εισόδημα ανεξαρτήτως πηγής. Όσοι δεν δηλώνουν εισόδημα δεν συλλαμβάνονται από τη στατιστική. Εικάζω ότι περιλαμβάνει και μισθωτούς και μεροκαματιάρηδες και ελεύθερους επαγγελματίες και εισοδηματίες. Oι οικονομικά ενεργοί είναι ένας άγνωστος στους πολλούς όρος που περισσότερο μπερδεύει παρά βοηθά στην κατανόηση. Οι βιοποριστές ζουν με την προσωπική τους εργασία και στην καθημερινή χρήση είναι όσοι τα βγάζουν πέρα τσίμα τσίμα. Οι μισθωτοί είναι μόνο όσοι εισπράττουν μισθό και οι εισοδηματίες είναι συνήθως το αντίθετο, οι ραντιέρηδες. Οι αμειβόμενοι είναι όρος ευρύτερος από τους μισθωτούς αλλά πάλι δεν περιλαμβάνει τους εισοδηματίες. Οι εργαζόμενοι μάς μπερδεύουν όπως και οι οικονομικά ενεργοί. Οπότε, κατέθεσα τα όπλα και πρότεινα την περίφραση. Θέμη!
 
Συμφωνώ με όλες τις επιφυλάξεις του Νίκελ, με τη διευκρίνιση ότι στους "οικονομικά ενεργούς" περιλαμβάνονται και άτομα χωρίς κανένα εισόδημα (μη επιδοτούμενοι άνεργοι), αλλά θα προτιμούσα "απέκτησαν" αντί για "δήλωσαν". Πρώτον, επειδή χρησιμοποιείται ευρέως. Η "απόκτηση εισοδήματος" (ή παλιότερα "κτήση") υπήρχε στις οδηγίες για τη συμπλήρωση της φορολογικής δήλωσης και δεν νομίζω αυτό να έχει αλλάξει. Δεύτερον, επειδή το "δήλωσαν" θα υπονοούσε ότι η στατιστική έγινε με βάση τα αρχεία της Εφορίας, ενώ μπορεί να έγινε ή να συμπληρώθηκε δειγματοληπτικά ή και με άλλες μεθόδους, όπως άλλωστε συνηθίζεται στις ΗΠΑ (για παράδειγμα, το μαγικό ραβδί για τη χαμηλή ανεργία τους είναι η δειγματοληπτική κατάρτιση της σχετικής στατιστικής). Καλύτερα λοιπόν να αποφευχθεί το "δήλωσαν". Π.χ.:
In 2005, 21.2 percent of US national income accrued to just 1 percent of earners = Το 2005, ποσοστό 21,2% του εθνικού εισοδήματος των ΗΠΑ περιήλθε σε μόλις 1% των προσώπων που απέκτησαν εισόδημα.
 
Σας ευχαριστώ. Μια ερώτηση:
Οι βιοποριστές ζουν με την προσωπική τους εργασία και στην καθημερινή χρήση είναι όσοι τα βγάζουν πέρα τσίμα τσίμα.
Αυτοί δεν είναι οι βιοπαλαιστές;

Ως προς τους ραντιέρηδες, ίσως πράγματι να τους συμπεριλαμβάνει στη φράση του (δεν το διευκρινίζει), αλλά πάντως ο ορισμός του OED δεν φαίνεται να τους περιλαμβάνει στους stricto sensu earners, συμφωνείτε;
 

nickel

Administrator
Staff member
Να προσθέσω δύο τεκμήρια προτού δω το πράγμα βαθύτερα γιατί σήμερα έχουμε γίνει κομμάτια:

The income approach
The income approach focuses on finding the total output of a nation by finding the total income received by the factors of production owned by that nation.
The main types of income that are included in this approach are rent (the money paid to owners of land), salaries and wages (the money paid to workers who are involved in the production process, and those who provide the natural resources), interest (the money paid for the use of man-made resources, such as machines used in production), and profit (the money gained by the entrepreneur - the businessman who combines these resources to produce a good or service).
http://en.wikipedia.org/wiki/National_income#The_income_approach

Income earner refers to an individual who through work, investments or a combination of both derives income, which has a fixed and very fixed value of his/her income (sometimes, called Vulkary Workers). The vast majority of income earners derive most of their income from occupational activities. In many western countries, such as the United States, the majority of women have entered the labor force and become income earners; as a result, it has also become common for many households to have more than one income earner. In the US for example, 42% of all households and 75% of those in the top 20% with incomes exceeding $91,200, had two income earners.
http://en.wikipedia.org/wiki/Income_earner
 
Νομίζω ότι βιοπαλαιστές και βιοποριστές είναι συνώνυμα. Ως προς το δεύτερο ερώτημα του Κώστα, το earner μπορεί να παραπέμπει εύκολα στο wage earner, αλλά δεν έχει μόνο αυτή την έννοια και ούτως ή άλλως στην επίμαχη φράση θεωρώ ότι είναι σύντομη μορφή τού (οπωσδήποτε πιο καθιερωμένου σε οικονομικά συμφραζόμενα) income earner, προκειμένου να μην επαναληφθεί η λέξη income. Η καλύτερη απόδειξη δεν είναι λεξιλογική αλλά πραγματολογική: αν ξαναδιαβάσουμε τη φράση και συνειδητοποιήσουμε πλήρως τι λέει, νομίζω ότι δεν έχουμε χρεία άλλων μαρτύρων. Μπορεί οποιοσδήποτε να υποστηρίξει ότι μιλάμε για εισοδήματα εργασίας και μόνο, έστω κι αν συνυπολογιστούν οι "μισθοί" των CEO;

Έδιτ: Νίκελ, η ταχύτητά σου δεν προλαβαίνεται, ιδίως όταν παρεμβάλλονται μέιλ και τηλεφωνήματα.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ένας λόγος που ανέβασα το ιστολόγημα του pons ήταν για να μην πάει εντελώς χαμένη η έρευνα που έκανα στα διάφορα γερμανο-κάτι λεξικά του για αποδόσεις του earner σε άλλες γλώσσες. Στην πραγματικότητα, το μόνο που κατάλαβα είναι ότι ο όρος πρέπει να είναι σχετικά νέος και μάλλον άγνωστος σε χώρες με, να το πω ευγενικά, λιγότερο προωθημένες οικονομικές δομές. Στα γερμανικά υπάρχει μεν ο όρος Verdiener (απόδοση του earner 1:1), αλλά σε διάφορα άλλα παράγωγα του earner χρησιμοποιούνται συχνά άλλα συνθετικά.

Ξαναγυρίζοντας στο Pons.de, βρήκα για το γερμανικό Verdiener(in) μόνο το γαλλικό personne qui gagne sa vie και το ισπανικό asalariado(-a) m (f) (που όμως, έμμισθος ή μισθωτός δεν θα πρέπει να σημαίνει; :confused:). Αντιστοιχία έχει και στο γερμανοπολωνικό λεξικό, αλλά μια και τα πολωνικά δεν είναι το φόρτε μου, δεν τη μεταφέρω εδώ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ως προς το δεύτερο ερώτημα του Κώστα, το earner μπορεί να παραπέμπει εύκολα στο wage earner, αλλά δεν έχει μόνο αυτή την έννοια και ούτως ή άλλως στην επίμαχη φράση θεωρώ ότι είναι σύντομη μορφή τού (οπωσδήποτε πιο καθιερωμένου σε οικονομικά συμφραζόμενα) income earner, προκειμένου να μην επαναληφθεί η λέξη income.

Να υπογραμμίσω αυτό που είπε ο Θέμης, ότι σπάνια θα δούμε τη λέξη να κυκλοφορεί μόνη της, επιδεικνύοντας την αοριστία της. Τη σημασία της, όταν την πρότεινα, την πρότεινα λόγω του national income, όχι γιατί μου έλεγε κάτι από μόνη της.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ένας λόγος που ανέβασα το ιστολόγημα του pons ήταν για να μην πάει εντελώς χαμένη η έρευνα που έκανα στα διάφορα γερμανο-κάτι λεξικά του για αποδόσεις του earner σε άλλες γλώσσες. Στην πραγματικότητα, το μόνο που κατάλαβα είναι ότι ο όρος πρέπει να είναι σχετικά νέος και μάλλον άγνωστος σε χώρες με, να το πω ευγενικά, λιγότερο προωθημένες οικονομικές δομές.
Αφού μαζεύεις αποδόσεις του earner, στις ρωσικές πηγές μου βρίσκω:
  • источник дохода (αυτή η απόδοση χρησιμοποιείται για την άλλη σημασία τής λέξης — όχι για το πρόσωπο δηλαδή που κερδίζει χρήματα, αλλά για κάτι που φέρνει χρήματα σε αυτόν που το εκμεταλλεύεται· σημαίνει «πηγή εσόδων / προσόδου / εισοδήματος»)
  • активное лицо (είναι το αντίστοιχο του όρου οικονομικά ενεργός που ανέφερε εξαρχής ο Κώστας)
  • имеющее заработок (παρότι περίφραση, ίσως είναι η ακριβέστερη απόδοση· θα μπορούσαμε να πούμε «ο έχων εισόδημα / απολαβές / κέρδη»)
Το (ακόμη περιφραστικότερο) лицо получающее зарплату που κυκλοφορεί ευρέως στο ίντερνετ παραπέμπει αποκλειστικά σε μισθωτό.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το λεξικό τής Google (http://www.google.com/dictionary?source=translation&hl=en&q=earner&langpair=en|ru) δίνει εντελώς διαφορετικές αποδόσεις στη ρωσική από αυτές που προανέφερα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Θα βάλω στον τίτλο «1. άτομα που αποκτούν εισόδημα» αν και η ακριβής διατύπωση εξαρτάται από τα συμφραζόμενα, και θα προσθέσω τις παρακάτω πιο συνηθισμένες σημασίες:

someone or something that earns money: In most of these cases, the woman is the sole earner in the family. | (informal) That hamburger stand is a nice little earner (= makes a lot of money).

2. κύριος εισοδηματίας νοικοκυριού, κν. κουβαλητής
3. (wage earner) μισθωτός, μισθοσυντήρητος
4. (καλή, σταθερή κ.λπ.) πηγή εισοδήματος, κν. «χρυσωρυχείο».
 

Zazula

Administrator
Staff member
4. (καλή, σταθερή κ.λπ.) πηγή εισοδήματος, κν. «χρυσωρυχείο».
Έχω την αίσθηση ότι ο όρος «χρυσωρυχείο» είναι κάτι παραπάνω από το earner (ή τελοσπάντων αναφέρεται σε μια στενότερη σημασία και χρήση του). Στην πιάτσα αυτό το προϊόν το λέμε και «παχιά αγελάδα» (ή σκέτα αγελάδα):


.
  • Μην ξεχνάμε ότι η AMD πρώτα ασχολείται με τη Server κατηγορία που είναι μέχρι στιγμής η παχιά αγελάδα της και έπειτα μεταφέρει την τεχνολογία των Opteron στα Desktop.
  • Η Lucasarts θα συνέχιζε να παράγει adventures για περίπου πέντε χρόνια ακόμη και στο καθένα από αυτά θα πειραματιζόταν όλο και περισσότερο, προσπαθώντας να συμβαδίσει με το πνεύμα της εποχής, πριν τα παρατήσει ολοκληρωτικά και στραφεί στην “παχιά αγελάδα” του Star Wars franchise.
  • Ήδη το δρομολόγιο Ρόδος-Αθήνα-Λονδίνο μοιάζει για τις εταιρίες περισσότερο με παχιά αγελάδα, παρά με πόλεμο τιμών στον αέρα.
 
Και τα δύο αποδεκτά μου φαίνονται, αλλά θα πρόσθετα και το "φιλέτο". Μονολεκτικό, σύντομο, δίνει και "φιλετάκι" για το nice little earner.
 
Top